Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

ΧΕΓΚΕΛ: Εισαγωγή στην Αισθητική

 ( Μετάφραση Γιώργος Βελούδης, 2000, εκδ. Πόλις)


Ι. Οριοθέτηση της Αισθητικής και αναίρεση ενστάσεων κατά της φιλοσοφίας της τέχνης

  • Η ωραιότητα της τέχνης είναι η ωραιότητα που γεννήθηκε και ξαναγεννήθηκε από το πνεύμα και στον ίδιο βαθμό που τα πνεύμα και τα παράγωγά του είναι ανώτερα από τη φύση και τα φαινόμενά της, είναι ανώτερο και το ωραίο της τέχνης από την ωραιότητα της φύσης (46)

  • Το ωραίο της φύσης εμφανίζεται μόνο ως μια αντανάκλαση του ωραίου που ανήκει στο πνεύμα (47)

  • ...(το ωραίο και η τέχνη) μετριάζουν τη σοβαρότητα των σχέσεων και τις περιπλοκές της πραγματικότητας, εξαλείφουν τη ραστώνη με ένα διασκεδαστικό τρόπο και, όπου δεν υπάρχει τίποτε το καλό να εκτελεστεί, παίρνουν τουλάχιστον τη θέση του κακού πάντα με καλύτερο τρόπο απ’ό,τι το ίδιο το κακό. (48)

  • η τέχνη ανήκει περισσότερο στην ελάττωση, τη χαλάρωση του πνεύματος, ενώ τα ουσιαστικά συμφέροντα χρειάζονται την έντασή του. (49)

  • ...εμφανίζεται μόνο ως μέσον.. το μέσον που χρησιμοποιεί σταθερά γι΄αυτό είναι η ψευδαίσθηση. Γιατί το ωραίο ζει μέσα στο φαινόμενο.

  • ...προσφέρεται στην αίσθηση, στο αίσθημα, στην εποπτεία, στη δύναμη της φαντασίας, έχει ένα διαφορετικό πεδίο από τη σκέψη...(52)

  • Είναι ακριβώς η ελευθερία της παραγωγής και των μορφοποιήσεων που απολαμβάνουμε στην ωραιότητα της τέχνης...Δραπετεύουμε από τα δεσμά του κανόνα και του κανονισμένου.

  • Αν η αισθητική αφήσει κατά μέρος το ωραίο της φύσης...απομακρυνόμαστε από την αναγκαιότητα και τη νομοτέλεια...Στο πνεύμα όμως εν γένει και περισσότερο στη δύναμη της φαντασίας φαίνεται, σε σχέση με τη φύση, να βρίσκονται σαν στο σπίτι τους ιδιαίτερα η αυθαιρεσία και η ανομία)

  • δεν μπορούν να υπάρξουν γενικοί νόμοι του ωραίου και του γούστου.

  • Στα καλλιτεχνικά έργα οι λαοί έχουν καταθέσει τις ουσιαστικότερες εσωτερικές ιδέες και αντιλήψεις τους και για την κατανόηση της σοφίας και της θρησκείας η ωραία τέχνη αποτελεί συχνά, και σε μερικούς λαούς αποκλειστικά, το κλειδί.

  • Είναι το βάθος ενός υπεραισθητού κόσμου, στον οποίο διεισδύει η σκέψη και τον θέτει κατ’αρχήν ως ένα επέκεινα απέναντι στην άμεση συνείδηση και στο παροντικό αίσθημα.

  • Μόνο πέρα από την αμεσότητα τού αισθάνεσθαι και των εξωτερικών αντικειμένων μπορεί να βρεθεί η γνήσια πραγματικότητα.

  • Η ουσία εκφαίνεται βέβαια και στο συνηθισμένο εξωτερικό και εσωτερικό κόσμο, αλλά με τη μορφή ενός χάους τυχαιοτήτων… Η τέχνη προσδίδει ια ανώτερη, από το πνεύμα γεννημένη, πραγματικότητα. (58)

  • Ο σκληρός φλοιός της φύσης και του συνηθισμένου κόσμου κάνουν στο πνεύμα δυσκολότερο να διεισδύσει στην Ιδέα απ΄ό,τι τα έργα της τέχνης.

  • (από την άλλη) μόνο ένας ορισμένος κύκλος και μια βαθμίδα της αλήθειας είναι ικανά να παρασταθούν στο στοιχείο της τέχνης.

  • (σήμερα) η σκέψη και ο στοχασμός έχουν υπερκεράσει την τέχνη… Οι καλές ημέρες τής ελληνικής τέχνης και ο χρυσός αιώνας του όψιμου Μεσαίωνα έχουν παρέλθει… Ακόμα και ο ενεργός καλλιτέχνης δεν παραπλανάται και μολύνεται, ας πούμε, από το στοχασμό.

  • Η, μέσω μιας απομάκρυνσης από τις βιοτικές σχέσεις να μηχανεύεται και να διεκπεραιώνει μιαν ιδιαίτερη μοναχικότητα που αντικαθιστά ό,τι έχει χαθεί. (62)

  • Η επιστήμη της τέχνης είναι για τούτο στην εποχή μας μια πολύ μεγαλύτερη ανάγκη απ΄ό,τι στις εποχές στις οποίες η τέχνη παρείχε ήδη ως τέχνη δι’εαυτήν πλήρη ικανοποίηση.

  • Άποψη: η τέχνη μπορεί ίσως να αποτελέσει ένα αντικείμενο για φιλοσοφικές-στοχαστικές, όχι όμως για συστηματικές-επιστημονικές διερευνήσεις. Εγώ θεωρώ το φιλοσοφείν πέρα για πέρα αχώριστο από την επιστημονικότητα.( 63)

  • Όσο η αναγκαιότητα ενός αντικειμένου βρίσκεται ουσιαστικά στη λογική-μεταφυσική του φύση μπορεί και μάλιστα πρέπει να χαλαρώνει η επιστημονική αυστηρότητα.

  • Άποψη: το πραγματικό εν γένει, η ζωή της φύσης και του πνεύματος, παραμορφώνεται και φονεύεται από την κατανόηση, αντί με τη νόηση να έρχεται πιο κοντά, απομακρύνεται ακριβώς από μας.

  • Το πνεύμα είναι ικανό να παρατηρεί τον εαυτό του, να έχει μια συνείδηση και μάλιστα μια νοούσα συνείδηση για τον εαυτό του και για κάθετι που πηγάζει απ’ αυτό… Εξίσου αναγνωρίζει τον εαυτό του σ’αυτήν την εξωτερίκευσή του προς το αίσθημα και την αισθητότητα, κατανοεί τον εαυτό του στο άλλο με το να μεταβάλλει το αποξενωμένο σε σκέψη και έτσι να το επαναφέρει στον εαυτό του. (66)

  • Ούτε η ωραία τέχνη είναι ανάξια φιλοσοφικής διερεύνησης, ούτε η φιλοσοφική έρευνα είναι ανίκανη να γνωρίσει την ουσία της ωραίας τέχνης.

ΙΙ. Επιστημονικοί τρόποι διαπραγμάτευσης του ωραίου και της τέχνης

  • Κάθε καλλιτεχνικό έργο ανήκει στην εποχή του, στο λαό του, στο περιβάλλον του και η λογιοσύνη της τέχνης απαιτεί επιπλέον έναν ευρύ πλούτο και μάλιστα πολύ ειδικών γνώσεων.

  • Η φιλοσοφία της τέχνης δεν προσπαθεί να δώσει οδηγίες στους καλλιτέχνες, αλλά σκοπός της είναι να καθορίσει τι είναι ενγένει το ωραίο και πώς έχει εκδηλωθεί στο υπάρχον, στα καλλιτεχνικά έργα.

  • Ο Γκαίτε λέει: Η ύψιστη αρχή των αρχαίων ήταν το σημαίνον, το ύψιστο αποτέλεσμα όμως μια επιτυχημένης εκτέλεσης, το ωραίο.

  • Χαρακτηρίσαμε ως στοιχεία του ωραίου: ένα εσωτερικό, ένα περιεχόμενο και ένα εξωτερικό, που σημασιοδοτεί αυτό το περιεχόμενο. Το εσωτερικό εκφαίνεται στο εξωτερικό και γίνεται γνωστό μέσω αυτού με το να παραπέμπει το εξωτερικό πέρα από τον εαυτό του: στο εσωτερικό.

  • Το νοούν πνεύμα μπόρεσε να αναγνωρίσει βαθύτερα τον εαυτό του στη φιλοσοφία και με τον τρόπο αυτό παρορμήθηκε άμεσα στην πρόσληψη της ουσίας της τέχνης με ένα ριζικότερο τρόπο.

  • Πρέπει να ξεκινήσουμε στη φιλοσοφία της τέχνης από την ιδέα του ωραίου, αλλά δεν πρέπει να μείνουμε προσκολλημένοι μόνο σ’εκείνο το αφηρημένο είδος των πλατωνικών ιδεών με τις οποίες άρχισε η φιλοσοφία για το ωραίο.

ΙΙΙ. Έννοια του ωραίου και της τέχνης

  • Καλλιτεχνικό έργο είναι μόνο στο βαθμό που έχοντας εκπηγάσει από το πνεύμα, ανήκει και τώρα στο χώρο του πνεύματος, έχει πάρει το βάπτισμα του πνευματικού και τώρα αναπαριστάνει μόνο αυτό που έχει διαμορφωθεί σε εναρμόνιση με το πνεύμα...Με τον τρόπο αυτό το καλλιτεχνικό έργο βρίσκεται υψηλότερα από κάθε φυσικό προϊόν, που δεν έχει πραγματοποιήσει τη διάβαση μέσα από το πνεύμα.

  • Το θείο δεν υπάρχει απλά στον άνθρωπο, αλλά ενεργεί μέσα του με μια μορφή που είναι με έναν εντελώς διαφορετικό, έναν υψηλότερο τρόπο, σύμφωνη προς την ουσία του θεού απ’ό,τι στη φύση. Ο θεός είναι πνεύμα και μόνο στον άνθρωπο έχει το μέσο, μέσα από το οποίο διέρχεται το θείο, τη μορφή του ενσυνείδητου πνεύματος που παράγει ενεργητικά τον εαυτό του. (99)

  • Η τέχνη φαίνεται να πηγάζει από μιαν υψηλότερη φυσική ορμή και υψηλότερες ανάγκες. Ο άνθρωπος το κάνει αυτό για να αφαιρέσει, ως ελεύθερο υποκείμενο, και από τον εξωτερικό κόσμο τη σκληρή του κενότητα και να απολαύσει απλά στη μορφή των πραγμάτων μια εξωτερική πραγματικότητα του εαυτού του. (101)

  • και όχι μόνο με τα εξωτερικά πράγματα προβαίνει ο άνθρωπος μ’αυτόν τον τρόπο,αλλά και με τον ίδιο τον εαυτό του, με την ίδια τη φυσική του μορφή που δεν την αφήνει όπως τη βρήκε, αλλά την αλλάζει σκοπίμως. Σ’αυτό βρίσκεται η αιτία κάθε είδους καλλωπισμού και στολισμού.

  • Η γενική ανάγκη για την τέχνη είναι λοιπόν η λογική ανάγκη να ανυψώσει ο άνθρωπος τον εσωτερικό και εξωτερικό του κόσμο στην πνευματική συνείδηση ως ένα αντικείμενο, στο οποίο αναγνωρίζει τον ίδιο τον εαυτό του..έτσι ώστε ό,τι είναι μέσα του να το φέρει μ’αυτό

τον αναδιπλασιασμό του στην εποπτεία και τη γνώση γι’αυτόν τον ίδιο και για τους άλλους.

  • Όπου εκδηλώνονται τα μεγάλα πάθη και κινήματα μιας βαθιάς ψυχής, εκεί δεν πρόκειται πια για τις λεπτότερες διαφορές του γούστου και τις μικρολογίες του για λεπτομέρειες.

  • Το αισθητό στο καλλιτεχνικό έργο έχει υπόσταση μόνο όσο υπάρχει για το πνεύμα του ανθρώπου και όχι ως αισθητό αυτό δι’ εαυτό.(110)

  • Αυτά τα αισθητά σχήματα και ήχοι δεν εμφανίζονται στην τέχνη μόνο ως αυτοσκοπός και λόγω της άμεσης μορφής τους, αλλά με το στόχο να προσφέρουν μ’αυτή τη μορφή ικανοποίηση σε ανώτερα πνευματικά ενδιαφέροντα, επειδή έχουν τη δύναμη να προξενούν στο πνεύμα μια συνήχηση και αντήχηση απ’όλα τα βάθη της συνείδησης.Με τον τρόπο αυτό το αισθητό στην τέχνη είναι εκπνευματοποιημένο, αφού το πνευματικό σ’αυτήν εκφαίνεται ως αισθητοποιημένο (116)

  • Οι όψεις του πνευματικού και του αισθητού στην καλλιτεχνική παραγωγή πρέπει να είναι ένα… Αυτή η γνήσια παραγωγή αποτελεί την ενέργεια της καλλιτεχνικής φαντασίας. Ό,τι εν γένει τέτοια ταλέντα έχουν ήδη στη φαντασία τους, ό,τι κινεί και ταράζει το εσωτερικό τους, γίνεται αμέσως σχήμα, σχέδιο,μελωδία ή ποίημα. (120)

  • Κατά την απλή μίμηση η τέχνη δεν μπορεί να κερδίσει το στοίχημα με τη φύση κι έτσι όποιος προσπαθήσει να συρθεί πίσω από έναν ελέφαντα θα κερδίσει την υπόληψη ενός σκουληκιού.

  • Ο σκοπός της τέχνης πρέπει ως εκ τούτου να έγκειται σε κάτι άλλο από την απλά τυπική μίμηση του υπάρχοντος, η οποία σε κάθε περίπτωση, μπορεί να φέρει στο φως μόνο τεχνάσματα και όχι καλλιτεχνήματα.(128)

  • Όθεν ο σκοπός της τέχνης ορίζεται ως εξής: να αφυπνίζει και να ζωογονεί τα αποκοιμισμένα αισθήματα, τις κλίσεις και τα πάθη κάθε είδους, να γεμίζει την καρδιά και να κάνει τον άνθρωπο, τον ώριμο και τον ακόμα ανώριμο, να αισθανθεί πλήρως κάθε τι που κρύβει στα εσώτερα και τα μύχιά του το ανθρώπινο θυμικό, να γνωρίσει και να προβάλει ό,τι μπορεί να κινεί και να συγκινεί το στήθος του ανθρώπου στα βάθη του και στις πολυποίκιλες δυνατότητες και πτυχές του και οτιδήποτε άλλο το ουσιαστικό και υψηλό διαθέτει το πνεύμα προς απόλαυση στο συναίσθημα και στην εποπτεία της μεγαλοπρέπειας του ευγενούς, του αιώνιου, του αληθινού. Επίσης να κάνει κατανοητή τη δυστυχία και την αθλιότητα, έπειτα να γνωρίσει το κακό και το εγκληματικό,κάθε τι το αποτρόπαιο και φρικτό, καθώς και κάθε ηδονή και ευδαιμονία και να αφήσει τέλος τη φαντασία να παραδοθεί στα ξέγνοιαστα παιχνίδια της δημιουργικής της δύναμης να εντρυφήσει στη δελεαστική μαγεία ηδυπαθών θελκτικών ιδεών και αισθημάτων. (129-130)

  • Με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος θεάται τις ορμές και τις κλίσεις του και ενώ αυτές τον παρέσυραν πριν χωρίς αυτός να τις αντανακλά μέσα του, τώρα τις βλέπει μπροστά του, και αφού στέκονται απέναντί του, σαν κάτι το αντικειμενικό, αρχίζει να απελευθερώνεται από αυτές. Η τέχνη, όντας η ίδια μέσα στο χώρο των αισθήσεων, με τις αναπαραστάσεις απελευθερώνει ταυτόχρονα από την εξουσία της αισθησιακότητας.

  • Συστατικό στοιχείο της ηθικής είναι ο στοχασμός. ..Ο νόμος όμως αυτός, το καθήκον που επιλέγεται ως κανόνας και εκτελείται χάριν του καθήκοντος από ελεύθερη πεποίθηση και εσωτερική συνείδηση, είναι δι εαυτό το αφηρημένο γενικό της βούλησης, το οποίο έχει την άμεση αντίθεσή του στη φύση, τις αισθησιακές ορμές, τα ιδιοτελή συμφέροντα, τα πάθη και ό,τι χαρακτηρίζει κανείς περιληπτικά ως θυμικό και καρδιά. (143)

  • Η νεότερη παιδεία, η νεότερη διάνοια γεννάει στον άνθρωπο αυτή την αντίθεση, που τον μεταβάλλει σε αμφίβιο, από τη στιγμή που τον αναγκάζει να ζει σε δυο κόσμους, που αντιφάσκουν ο ένας με τον άλλο.

  • Καθήκον της φιλοσοφίας θα είναι να άρει αυτές τις αντιθέσεις, δηλαδή να καταδείξει ότι ούτε η μια, με την αφαίρεσή της, ούτε η άλλη μ’αυτή τη μονομέρεια, ενέχουν αλήθεια, αλλά και οι δυο τους είναι αυτό που αναιρεί τον εαυτό του. Η αλήθεια βρίσκεται μόνο στη συμφιλίωση και τη διαμεσολάβηση και των δυο τους και αυτή η διαμεσολάβηση δεν είναι ένα απλό αίτημα, αλλά το τετελεσμένο καθ’ εαυτό και δι’εαυτό και αυτό που τελείται αδιαλείπτως. (146)

  • Η τέχνη καλείται να αποκαλύψει την αλήθεια με τη μορφή αισθητής καλλιτεχνικής μορφοποίησης και να αναπαραστήσει, συμφιλιωμένη, την αντίθεση εκείνη και έτσι έχει τον τελικό σκοπό της εν εαυτή, σ’αυτή την ίδια αναπαράσταση και αποκάλυψη. Γιατί κάθε άλλοι σκοποί, όπως διδασκαλία, κάθαρση,βελτίωση,χρηματισμός, επιδίωξη δόξας και τιμής, δεν αφορούν καθόλου το καλλιτεχνικό έργο ως τέτοιο και δεν καθορίζουν την έννοιά του.

  • Ο Κάντ συλλαμβάνει την αισθητική κρίση έτσι ώστε αυτή να μην υποκύπτει ούτε απ΄τη διάνοια ως τέτοια, ως δύναμη των εννοιών, ούτε από την αισθητηριακή εποπτεία και την πολύχρωμη ποικιλία της ως τέτοιες, αλλά από το ελεύθερο παιχνίδι της διάνοιας και της φαντασίας.

  • Όταν έχουμε πχ ένα ενδιαφέρον της περιέργειας ή ένα αισθητηριακό ενδιαφέρον για την αισθησιακή ανάγκη μας ή μιαν επιθυμία της κατοχής και της χρήσης, τότε τα αντικείμενα δεν είναι για μας σπουδαία για χάρη των ίδιων των πραγμάτων, αλλά για χάρη τής ανάγκης μας… Η σχέση μας προς το ωραίο δεν είναι του είδους αυτού. Η αισθητική κρίση αφήνει το εξωτερικά υπάρχον να υφίσταται ελεύθερο δι’εαυτό και προκύπτει από μιαν ηδονή, στην οποία συναινεί το ίδιο το αντικείμενο για χάρη του ίδιου του εαυτού του, ενώ η ηδονή αυτή αναγνωρίζει στο αντικείμενο το δικαίωμα να έχει το σκοπό του μέσα στον ίδιο τον εαυτό του.

  • Κατά την παρατήρηση του ωραίου δεν έχουμε συνείδηση της έννοιας και του αθροίσματος κάτω απ’αυτήν και δεν αφήνουμε τα τεθεί σε λειτουργία ο διαχωρισμός του μεμονωμένου αντικειμένου και της γενικής έννοιας, που ενυπάρχει κατά τα άλλα στην κρίση

  • Το ωραίο δεν φέρει επάνω του τη σκοπιμότητα ως μια εξωτερική μορφή, αλλά η σκόπιμη αντιστοιχία του εσωτερικού και του εξωτερικού είναι εμμενής φύση ωραίου αντικειμένου.. Το ωραίο υπάρχει ως σκόπιμο εν εαυτώ, χωρίς το μέσο και ο σκοπόν να φαίνονται ως διαφορετικές πλευρές.

  • Το ωραίο έχει μια αναγκαιότητα τής ευαρέσκειας χωρίς καμία αναφορά σε έννοιες, δηλαδή σε κατηγορίες τής διάνοιας εν εαυτή.

  • Ενώ ο Σίλλερ βυθίστηκε στην παρατήρηση του εσωτερικού βάθους του πνεύματος, ο χαρακτήρας του Γκαίτε τον οδήγησε στη φυσική πλευρά της τέχνης, στην εξωτερική φύση.

  • Θα μπορούσαμε να φανταστούμε δυο τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος στο χρόνο συναντάται με τον άνθρωπο ως Ιδέα. Από τη μια το κράτος, ως το είδος του ηθικού, του δικαίου, του ευφυούς να αίρει την ατομικότητα, από την άλλη το άτομο να εξυψώνεται στο είδος.. Η αισθητική αγωγή καλείται να εκπληρώσει το αίτημα για τη διαμεσολάβηση και συμφιλίωσή τους. (160)

  • [Οι Σλέγκελ ισχυρίζονται ότι] ό,τι είναι, είναι μόνο μέσω του Εγώ και ό,τι είναι μέσω του εαυτού μου, μπορώ εγώ, επίσης μέσω και να το αφανίσω και πάλι.. Τότε όμως και το Εγώ θα μπορεί να μείνει κύριος και αφέντης πάνω σε όλα και δεν θα υπάρχει στη σφαίρα της ηθικότητας τίποτα..Κάθε τι θα ήταν ένα απλό φαίνεσθαι δια του Εγώ.. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η σημασία τής “ιδιοφυούς θείας ειρωνείας” ως τής συγκέντρωσης του Εγώ στον εαυτό του..Εδώ έχουν την αφετηρία τους και τα αδιάκοπα παράπονα εκ μέρους της ειρωνείας για την έλλειψη βαθιού πνεύματος και ιδιοφυίας στο κοινό που δεν μπορεί να καταλάβει το ύψος αυτό της ειρωνείας.

  • Το περιεχόμενο της τέχνης είναι ηΙδέα και η μορφή της η αισθητή, εικονική της διαμόρφωση. Και τις δυο αυτές πλευρές οφείλει λοιπόν να τις διαμεσολαβήσει σε μιαν ελεύθερη συμφιλιωμένη ολότητα.

  • Το εξωτερικό της μορφής μέσω της οποίας το περιεχόμενο γίνεται εποπτεύσιμο και αντιληπτό, έχει ως σκοπό του να υπάρχει μόνο για το αίσθημα και το πνεύμα μας. Μόνο για το λόγο αυτό περιεχόμενο και καλλιτεχνική μορφή είναι διαμορφωμένα το ένα μέσα στο άλλο.

  • Το ύψος και η εξοχότητα της τέχνης στην αρμόζουσα με την έννοιά της πραγματικότητα θα εξαρτάται από το βαθμό της μυχιότητας και συμφωνίας στην οποία η Ιδέα και η μορφή έχουν φτάσει, διεισδύοντας η μια στην άλλη.

  • Οι καλλιτεχνικές μορφές είναι οι διαφορετικές σχέσεις μεταξύ περιεχομένου και μορφής.

  • Συμβολική καλλιτεχνική μορφή.. Η σημασία αδυνατεί να ενσωματωθεί πλήρως στην έκφραση και παρ΄όλο τον αγώνα και την προσπάθεια, η δυσαρμονία μεταξύ Ιδέας και μορφής εξακολουθεί να υφίσταται.

  • Κλασική καλλιτεχνική μορφή.. Η μορφή που έχει αφ΄εαυτής την Ιδέα ως πνευματική και μάλιστα την ατομικά προσδιορισμένη πνευματικότητα, όταν πρόκειται να εξέλθει στην έγχρονη έκφανση, είναι η ανθρώπινη μορφή.

  • Η τέχνη, εφόσον έχει να φέρει το πνευματικό στην εποπτεία με αισθητό τρόπο, οφείλει να προχωρήσει σ΄αυτήν την ανθρωποποίηση, αφού το πνεύμα εκφαίνεται αισθητά, με επάρκεια, μόνο μέσα στο σώμα του.

  • Το πνεύμα καθορίζεται εδώ, ταυτόχρονα ως μερικό, ως ανθρώπινο και όχι ως απλώς απόλυτο και αιώνιο, αφού είναι ικανό να εκδηλώνεται και να εκφράζεται μόνο ως πνευματικότητα.

  • Ρομαντική καλλιτεχνική μορφή. Όταν το καθ΄εαυτό της κλασσικής καλλιτεχνικής μορφής, δηλαδή η ενότητα ανθρώπινης και θείας φύσης, εξυψώνεται με έναν τέτοιο τρόπο από μιαν άμεση σε μια συνειδητή ενότητα, τότε το αληθινό στοιχείο για την πραγματικότητα αυτού του περιεχομένου δεν είναι πια η αισθητή άμεση ύπαρξη του πνευματικού, η σωματική ανθρώπινη μορφή, αλλά η αυτοσυνείδητη εσωτερικότητα.

  • Το εξωτερικό δεν έχει πια την έννοια και τη σημασία του μέσα του και πάνω του όπως στο κλασικό, αλλά στο θυμικό, το οποίο δεν βρίσκει την έκφανσή του στο εξωτερικό και στη μορφή της πραγματικότητας που του αντιστοιχεί, αλλά στον ίδιο τον εαυτό του.

  • Αυτές – η συμβολική, η κλασική, η ρομαντική – συνίστανται στην, επιδίωξη, επίτευξη, υπέρβαση του Ιδεώδους ως της αληθινής Ιδέας της ωραιότητας.

  • Η βασική μορφή της Αρχιτεκτονικής είναι η συμβολική καλλιτεχνική μορφή γιατί ανοίγει αυτή πρώτη το δρόμο στην αρμόζουσα πραγματικότητα του θεού και όντας στην υπηρεσία του μοχθεί με την αντικειμενική φύση .. τού οικοδομεί τον ναό του ως ένα χωρο για την εσωτερική περισυλλογή και τη στροφή προς τα απόλυτα αντικείμενα τού πνεύματος.

  • Η Γλυπτική προσλαμβάνει την κλασική καλλιτεχνική μορφή ως βασικό τύπο της. Γι αυτήν το πνεύμα οφείλει να στέκεται με τη σωματική του μορφή σε άμεση ενότητα, γαλήνιο και μακάριο και η μορφή οφείλει να ζωντανεύει μέσω του περιεχομένου πνευματικής ατομικότητας.

  • Η Ζωγραφική, η Μουσική και η Ποίηση προσλαμβάνουν τον τύπο τους από τη ρομαντική μορφή τέχνης. Η Ζωγραφική απελευθερώνει την τέχνη από την αισθητή χωρική τελειότητα του υλικού, αφού περιορίζεται στη διάσταση τής επιφάνειας.. Ολόκληρο το βασίλειο της μερικότητας, από την υψηλότερη πεμπτουσία του πνεύματος μέχρι το ταπεινότερο μεμονωμένο αντικείμενο τής φύσης, βρίσκει τη θέση του.

  • Η Μουσική προχωρεί σε ακόμη βαθύτερη υποκειμενικότητα και μερίκευση..Μια τέτοια αρχόμενη ιδεατότητα τής ύλης που δεν εμφανίζεται πια ως χωρική, αλλά ως χρονική ιδεατότητα, είναι ο ήχος, το αρνητικά τεθειμένο αισθητό του οποίου η αφηρημένη ορατότητα έχει μεταβληθεί σε ακουστικότητα.

  • Στην Ποίηση ο ήχος γίνεται λέξη ως εν εαυτώ αρθρωμένος φθόγγος, το νόημα του οποίου συνίσταται στο να σημαίνει παραστάσεις και σκέψεις. Με τον τρόπο αυτό, το αληθινό στοιχείο τής ποιητικής αναπαράστασης είναι η ίδια η ποιητική παράσταση και πνευματική απεικόνιση και, αφού το στοιχείο αυτό είναι κοινό σε όλες τις μορφές τέχνης, η Ποίηση τις διαπερνά όλες και αναπτύσσεται μέσα τους αυτόνομα.. Όταν βρίσκεται η τέχνη σε αυτή την ύψιστη βαθμίδα ξεπερνάει και τον εαυτό της, με το να εγκαταλείπει το στοιχείο συμφιλιωτικής αισθητοποίησης του πνεύματος και να περνάει από την ποίηση της παράστασης στην πρόζα της νόησης.. Το χαρακτηριστικό στοιχείο της είναι η ωραία φαντασία, και η φαντασία είναι αναγκαία για κάθε παραγωγή τής ωραιότητας, σε οποιαδήποτε καλλιτεχνική μορφή και να ανήκει.

  • Αυτό λοιπόν που πραγματοποιούν οι επιμέρους τέχνες στα επιμέρους καλλιτεχνικά έργα δεν είναι, σύμφωνα με την έννοιά τους, παρά οι γενικές μορφές της εξελισσόμενης Ιδέας της ωραιότητας, ως εξωτερική πραγματοποίηση της οποίας υψώνεται το ευρύ Πάνθεο της Τέχνης, του οποίου κύριος και πρωτομάστορας είναι το πνεύμα του ωραίου που κατανοεί τον εαυτό του, το οποίο όμως η παγκόσμια ιστορία θα ολοκληρώσει μόνο μέσα στην εξέλιξη της σε ολόκληρες χιλιετίες.

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΓΙΟΥΡΣΕΝΑΡ: Το στεφάνι και η λύρα ( Για την αρχαία ελληνική ποίηση)

 Εκδόσεις Χατζηνικολή, 1986

(Έκανα μια επιλογή από τα σχόλια της Γιουρσενάρ πάνω στην αρχαία ποίηση και τους ποιητές μας, γιατί με εντυπωσίασε η ευφυία και ο σεβασμός που ανέδυαν, για κάτι που εμείς οι ίδιοι μάλλον αγνοούμε στο σύνολό του... Φ.Χ.)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

  • Μια μετάφραση που έχω κάνει μόνο για μένα. Τις μεταφράσεις των αρχαίων ελληνικών ποιημάτων που θα διαβάσουμε, ως ένα σημείο τις έγραψα για την καθαρά προσωπική μου απόλαυση και αυτό στην πιο ακριβόλογη κυριολεξία, χωρίς δηλαδή να με είχε ποτέ απασχολήσει το αν θα δημοσιεύονταν ποτέ ή όχι. Το ίδιο και τα λιγόλογα ή μακροσκελή σημειώματα που προλογίζουν αυτές τις μεταφράσεις και που στην αρχή δεν ήταν παρά οι πληροφορίες που συγκέντρωνα ή οι εκτιμήσεις που επιχειρούσα μόνον για μένα. Όταν μετέφραζα αυτά τα ποιήματα ή αυτά τα αποσπάσματα, ουσιαστικά δεν διέφερα από τους αλλοτινούς ζωγράφους που ζωγράφιζαν πάνω σε αρχαϊκά πρότυπα ή σχεδίαζαν πίνακες παλαιότερών τους δασκάλων για να μπουν πιο βαθιά μέσα στα μυστικά της τέχνης τους, ή από τον συνθέτη που αραιά και που ξαναδουλεύει κάποιο κομμάτι του Μπαχ ή του Μόζαρτ, για ν' αντλήσει απ' αυτό απόλαυση και πλούτο.
  • Δώδεκα αιώνες και κάπου εκατόν δέκα ποιητές. Η επιλογή που ακολουθεί ανοίγει με τον θαυμαστό κώμο (στο πρωτότυπο ακούγεται καθαρά) των ποιητών της Ιωνίας του 7ου και του 6ου αιώνα, πολύλαλο και αρμονικό τραγούδι πουλιών. Κλείνει με μερικούς ποιητές των χρόνων του Ιουστινιανού

  • Η επιλογή ανοίγει με τον θαυμαστό κώμο των ποιητών της Ιωνίας του 7ου και του 6ου αιώνα, πολύλαλο και αρμονικό τραγούδι πουλιών. Κλείνει με μερικούς ποιητές των χρόνων του Ιουστινιανού.

  • Από το πρελούδιο ως τον επίλογο, δώδεκα περίπου αιώνες, από τον πρώτο αρχαϊκό Παρθενώνα ώς την Άγια Σοφιά, και κάπου τριάντα έξι γενιές μετακινούνται και αλλάζουν για να παγιώσουν τελικά μέσα απ’ αυτήν τη ρευστότητα μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα σε τραγούδι και γραπτή ποίηση , ανάμεσα σε φύση και πολιτεία, ανάμεσα στην πίστη προς τους θεούς και τον σκεπτικισμό, ανάμεσα στην παθιασμένη λαχτάρα για τη ζωή και τα πικρά ερωτήματα γύρω από τη ζωή.

  • Ο χρόνος: όσο κι αν είναι μακρύς ας μη λησμονούμε ότι καλύπτει λιγότερο από το ένα τρίτο του χρόνου στον οποίο τα ελληνικά ήταν και είναι ακόμα μια ζωντανή γλώσσα.

  • Οκτώ αιώνες θα τους διαδέχονται οι υπομονετικοί καλλιγράφοι που θ’αντιγράφουν αρχαία χειρόγραφα, εκείνα τουλάχιστον που γλύτωσαν από τη μοναστική λογοκρισία, οι συγγραφείς των “καλών πρότυπων” του παλιού καιρού ενώ δημοτικές ποιήσεις με διαφορετικό άρωμα θα βλασταίνουν και θα θεριεύουν στον ίσκιο της μεγάλης μισόξερης βελανιδιάς.

  • Ο χώρος: έχομε συνηθίσει να βλέπομε μικρή την Ελλάδα. “Μικρή και ιερή” λέει ο Κοκτώ… Αλλά πέρα από αυτή την καθαυτή Ελλάδα, θα πρέπει να έχομε στο νου την απέραντη εκείνη ελληνική αυτοκρατορία, που ανάλογα με τις εποχές οργανωνόταν, θέριευε ή συμπτυσσόταν, και όπου εμίλησαν και σκέφτηκαν ελληνικά.

  • Στην πραγματικότητα, ο εκπληκτικός πλούτος της Ελλάδας και της ποίησης που μας άφησαν οι Έλληνες οφείλεται στο γεγονός ότι σ’αυτή βιώθηκαν οι πιο διαφορετικές εμπειρίες από τις οποίες οι ποιητές της κατέγραψαν ένα σημαντικό μέρος.

  • Η φλόγα της Σαπφούς διαφέρει από το ανάλαφρο μεθύσι του Ανακρέοντα, η γλυκύτητα του Σόλωνα δεν έχει σχέση ούτε με την αυστηρότητα του Θέογνη ούτε με τη λάμψη του Πίνδαρου. Η τριάδα Αισχύλος-Σοφοκλής-Ευριπίδης αναλύεται σε τρια πλάσματα όσο το δυνατόν πιο διαφορετικά μεταξύ τους, που το καθένα με τον τρόπο του, απασχολούσαν τα ίδια μεγάλα προβλήματα: το ανθρώπινο πλάσμα αντιμέτωπο με την τάξη ή την αταξία του σύμπαντος, η δικαιοσύνη αντιμέτωπη με την εκδίκηση, ο άγραφος Νόμος αντιμέτωπος με το κράτος, ή πολύ πιο απλά, το πώς θα έγραφαν ένα καλό έργο για τα Μεγάλα Διονύσια.

  • Όσο κι αν το τονίσουμε ποτέ δεν θα γίνει απόλυτα συνειδητό το πόσο αυτά τα μεγάλα έργα του παρελθόντος έφθασαν μέχρις εμάς χάρη σε μερικά χειρόγραφα αντίγραφα, πάντα μεταγενέστερα από την εποχή όπου ανθούσε ο ποιητής τους, σχεδόν πάντοτε λιγοστά, μερικές φορές μοναδικά, πάντα παραποιημένα από τις παραλείψεις ή τις απροσεξίες του αντιγραφέα, εκτεθειμένα σε όλους τους δυνατούς κινδύνους, από τα ποντίκια και τη μούχλα ώς τους μεταγραφείς και την πυρά.

  • Μας συναρπάζει το πόσο όμοια γίνονται και ξεγίνονται τα μεγάλα θέματα και οι μεγάλες μορφές της ποίησης σ’αυτούς τους δώδεκα αιώνες… Την ποίηση που τραγουδιέται ή ψάλλεται, διαδέχεται η ποίηση που διαβάζεται ή απαγγέλλεται.

  • Στην ίδια αυτή ταραγμένη από το πάθος εποχή, όπως και πριν απ’αυτήν έχουμε την παιδεραστική επιθυμία και το παιδεραστικό παιχνίδι, θέματα που θα διατηρηθούν στη λογοτεχνία μέχρις ότου ήθη καταπιεστικά υποχρεώσουν τον ποιητή να σωπάσει για μερικούς αιώνες.

  • Ο σεβασμός με τον οποίον περιβάλαν οι Έλληνες τις ποιήτριές τους, τη Σαπφώ ιδιαίτερα και αργότερα τις φίλες και τις μαθήτριες των φιλοσόφων, δείχνει πως η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης υπήρχε για τη γυναίκα, άλλο αν ήταν λίγες οι γυναίκες που μπόρεσαν ή θέλησαν να την πάρουν.

  • Αληθινοί ή ψεύτικοι, και από μια έννοια όλα είναι αληθινά, οι θεοί γίνονται αισθητοί μέσα από τον έρωτα, την ελπίδα ή το φόβο που εμπνέουν, φορές μάλιστα μέσα από την επιθυμία, σ΄έναν κόσμο όπου η ένωση ανάμεσα σε θνητούς και θεϊκά πρόσωπα πιστευότανε δυνατή, ως και συχνή στις αρχές του χρόνου… Υπάρχει, θα λέγαμε, μια ανισότητα θέσης και μια ενότητα φύσης ανάμεσα σε θεό και άνθρωπο… Αλλά αυτό το πλησίασμα έμελλε να’ναι περαστικό. Αυτοί οι υπερβολικά κοντινοί μας θεοί θα έχαναν κατά κάποιο τρόπο την τρομακτική τους θεϊκιά ανευθυνότητα: κρινόμενοι σαν άνθρωποι, και από ανθρώπους, ορισμένες τους συμπεριφορές θα έμεναν ανεξήγητες.

  • Οι συγγένειες με την ανατολική σκέψη κινδυνεύουν να ενοχλήσουν τα πνεύματα που συνηθίζουν να βλέπουνε την Ελλάδα σαν ένα σφραγιστό κιούπι. Αλλά ας μην ξεχνάμε πως αν η αρχαία Ελλάδα είναι για μας το ακρότατο άκρο μιας Ευρώπης τότε βυθισμένης λίγο πολύ στο σκοτάδι, οι Γιαβάνας (έτσι ονόμαζαν τους Ίωνες οι Ινδοί) αντιπροσώπευαν αντίθετα την απώτατη παρυφή της Ασίας… Είμαστε αναγκασμένοι να διαλέξουμε ανάμεσα σε μια διαπίστωση πως θα πρέπει να έγιναν διεισδύσεις μέσα από κανάλια που δεν γνωρίζομε αλλά που ήταν πολύ αρχαιότερα από την πολυθρύλητη εκστρατεία του Αλεξάνδρου, και σε μια υπόθεση πως το ανθρώπινο πνεύμα έχει την ιδιότητα να χτίζει, αυθόρμητα, σε διαφορετικά σημεία του χώρου και του χρόνου, σχεδόν ταυτόσημες νοητικές δομές, πράγμα που κι αυτό παρουσιάζει τις δυσκολίες του.

  • Με τα χριστιανικά επιγράμματα του Αγαθία, τα άψογα και σκληρά σαν τις γωνιές του κρυστάλλου, βρισκόμαστε πολύ μακριά από τον οργανικό κόσμο της ειδωλολατρικής αρχαιότητας, τη ρέουσα πολυστροφία της, τις στιγμές της της έντασης που ακολουθούσαν ηδονικές χαλαρώσεις: σε διάλυση,ο μύθος, παραχώρησε τη θέση του στο δόγμα.

  • Η πολιτική ρυθμίζει κι απορυθμίζει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή μας που είναι φυσικό να παραμονεύουμε αχόρταγα για την παραμικρή της ηχώ σ’ αυτούς τους ανθρώπους του παρελθόντος… Αυτό που διακρίνουμε πιο καθαρά είναι ένας κάπως κοντόφθαλμος κοινός νους, μια καθόλου αδικαιολόγητη δυσπιστία για τους μεγάλους ταχυδακτυλουργούς της πολιτικής, και τη φρόνιμη επιθυμία να προφυλαχθούν από καρπαζιές… Για οκτώ περίπου αιώνες όλα δείχνουν ωσάν, υπερβολικά πολλοί πόλεμοι, υπερβολικά πολλή δόξα αλλά και υπερβολικά πολλή ωμότητα, ανοησία και μικρότητα να είχαν κάνει τους ποιητές να σιχαθούν την πολιτική, ή ωσάν ο ηδονισμός της εποχής να τους απότρεπε από το ν΄ασχοληθούνε μ’ αυτήν… Από το μεγάλο γεγονός που υπήρξε η ζωή και ο θάνατος του Αλεξάνδρου, η ποιητική ελληνική λογοτεχνία δεν έχει αφήσει άλλο από ένα αμυδρότατο ίχνος…

  • Δεν βρίσκουμε σχεδόν ποτέ στους ποιητές της αρχαίας Ελλάδας, αυτόν τον σωβινισμό της γλώσσας και της κουλτούρας που το σπέρμα του απαντάμε ενίοτε στους πεζογράφους της...Στον 1ο αιώνα πΧ, ο Μελέαγρος από τα Γάδαρα, Έλληνας ή εξελληνισμένος σημίτης, συνέθεσε ένα επιτύμβιο για τον εαυτό του, στο οποίο σύμφωνα με το συνήθειο της εποχής, παρουσιάζεται να απευθύνει ένα χαιρετισμό στους διαβάτες που περνούν από τον τάφο του: “Αλλ’ ει μεν Σύρος εσσί, Σαλάμ, ει δ’ ουν συ γε Φοίνιξ, Αυδονίς, ει δ’ Έλλην,, χαίρε”. Δεν ισχυρίζομαι πως η ελληνική ιστορία ήταν ένα ειδύλλιο, αλλά είναι φανερό πως οι Έλληνες αγνοούσαν ένα τουλάχιστον από τα καρκινώματα του σημερινού κόσμου. Η φράση του Μελεάγρου, ή το αντίστοιχό της, θα έπρεπε να ήταν αναρτημένη σε όλα τα τείχη της Μέσης Ανατολής των ημερών μας.

  • Πάμπολλοι πολιτισμοί θα μπορούσαν να μας θυμίσουν τα επιτεύγματα και τα αριστουργήματά τους… Αυτές οι μεγάλες ποιητικές λογοτεχνίες, οι ξένες προς την Ελλάδα, δεν μειώνουν για μας την ελληνική ποίηση: με το ενδιαφέρον παιχνίδι των ομοιοτήτων και των διαφορών μάς βοηθούν αντιθέτως να την καταλάβουμε και να την αγαπήσουμε περισσότερο.

  • Η ελληνική ποίηση παύει να θεωρείται σαν μια από τις όψεις ενός μοναδικού κι ανεξήγητου “ελληνικού θαύματος”, αποτελεί μέρος της παγκόσμιας ποιητικής κληρονομιάς που μας έχει τύχει και που υπερβολικά πολλές και προβλέψιμες καταστροφές θα μπορούσαν να μας κάνουν να χάσουμε μαζί με τους τόσους άλλους θησαυρούς που είμαστε οι ανάξιοι θεματοφύλακές τους. Ας την χαρούμε όσο είναι ακόμα καιρός.


ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΥΡΤΑΙΟ ΩΣ ΤΟΝ ΕΜΠΕΔΟΚΛΗ


ΤΥΡΤΑΙΟΣ (7ος πΧ)

Ο Τυρταίος με τον Αλκμάνα είναι οι μόνοι ποιητές που έβγαλε η Σπάρτη. Το περίεργο είναι ότι οι δυο αυτοί άντρες που τους μελλόταν να εξυμνήσουν, ο ένας το πολεμικό πνεύματος Λακεδαίμονος και τους πεσμένους στη μάχη οπλίτες της, ο άλλος τα παιχνίδια και τις ημίγυμνες κόρες της να τρέχουν και να χορεύουν, ήταν, και οι δυο, ξένοι που είχε υιοθετήσει εκείνη η πόλη που θα έλεγε κανείς ότι είχε προσβληθεί από ποιητική στειρότητα.

ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (7ος πΧ)

Γέννημα θρέμμα της Πάρου, φαίνεται ότι γύρεψε γυναίκα και τύχη στο νησί Θάσος, όπου δεν του έτυχαν άλλο από λύπες και στενοχώριες. Στη Θάσο τοποθετείται η ιστορία του πλουσίου Λυκάμβη που αρνήθηκε να του δώσει μια θυγατέρα του και τόσο ταράχτηκε από τους σκωπτικούς στίχους του ποιητή που κρεμάστηκε.

Αυτός ο ποιητής με την περιπετειώδη ζωή κέρδιζε για μερικά χρόνια τη ζωή του σαν μισθοφόρος. Ήταν μετά από μια εκστρατεία ενάντια σε θρακικά φύλα που συνέθεσε το περίφημο ποίημα για την ασπίδα του, που σε κάποια υποχώρηση άφησε στο πεδίο της μάχης.

ΑΛΚΑΙΟΣ (7ος και 6ος πΧ)

Ο μυτιληναίος Αλκαίος υπήρξε ένας ποιητής, ένας στρατιώτης και ένας παρτιζάνος δεσμευμένος με πάθος στις πολιτικές διαμάχες που σπάραζαν το νησί του. Συνέθεσε Ύμνους και Εγκώμια, ένα από τα οποία απευθυνόταν στον αδερφό του, μισθοφόρο στο στρατό του .

ΣΑΠΦΩ (7ος και 6ος πΧ)

Ξέρουμε ότι η ποιήτρια εξορίστηκε από τη Λέσβο μετά από πολιτικές διαμάχες και ξαναγύρισε στο νησί όταν το ηττημένο της κόμμα ξανάρθε στην εξουσία. Αντίθετα από το μύθο, αν πιστέψουμε τα ίδια της τα γραπτά πέθανε γριά και η ακαλλώπιστη εικόνα της φυσικής της κατάπτωσς που μας δίνει, είναι ίσως μοναδική στη γυναικεία λογοτεχνία.

Ωστόσο θα πρέπει να τονίσουμε ότι η πολύ λίγο κολακευτική αυτοπροσωπογραφία του γερασμένου ποιητή και εραστή ήταν μια σχεδόν υποχρεωτική κοινοτοπία που απαντάμε και στον Αλκμάνα, στον Ανακρέοντα, στον Ίβικο ως και σ΄αυτόν τον Πίνδαρο. Αυτό που την κάνει συνταρακτική στη Σαπφώ είναι η σχεδόν μανιακή έκφραση της διαψευσμένης επιθυμίας σε μια γυναίκα που είναι γριά ή που φαίνεται σαν γριά.

...Οι γεμάτες πάθος σχέσεις ανάμεσα στη Σαπφώ και τις μαθήτριές της ήταν πανομοιότυπες με κείνες που υπήρχαν ανάμεσα στον Σωκράτη και τους μαθητές του. Ωστόσο θα πρέπει να σημειώσουμε μερικές διαφορές. Και πρώτ’ απ΄όλα γι΄αυτούς τους έρωτες μεταξύ γυναικών δεν έχομε παρά μια και μοναδική γυναικεία μαρτυρία, της ίδιας της Σαπφούς, αντί για τα αναρίθμητα ποιήματα που στους μεγάλους αιώνες της Ελλάδας αφιερώθηκαν σε εφήβους.

Οι αρχαίοι εκτιμούσαν την ποίηση της Σαπφούς, από τον σχεδόν σύγχρονό της Σόλωνα που μάθαινε απ’ έξω τους στίχους της μέχρι τον Ιουλιανό τον Παραβάτη που την παράθετε ακόμα. Οι βυζαντινοί του 6ου και 7ου αιώνα κατείχαν τα ποιήματά της στο σύνολό τους σχεδόν, που είχαν γεράσει κάπου χίλια διακόσια χρόνια, αλλά φαίνεται πως στη συνέχεια πολλά χάθηκαν μέσα στις πυρές που άναψαν οι μοναχοί της Κωνσταντινούπολης.

ΣΟΛΩΝ (7ος και 6ος πΧ)

Δεν πρέπει να δούμε τον Σόλωνα σαν ένα δημοκράτη όπως εμείς το εννοούμε σήμερα. Ωστόσο δεν παύει να είναι ένα από τα τελειότερα παραδείγματα μεταρρυθμιστή από αρχοντική γενιά… Οι ποινικοί νόμοι του μετρίαζαν την αυστηρότητα των δρακοντείων νόμων.

Εμπνεόταν από μια λογική που δεν είναι πια η δική μας. Θανατική ποινήγια τη μοιχαλίδα που πιάναν επ΄αυτοφόρω. Απλό πρόστιμο για το βιασμό ή την αποπλάνηση. Θανατική ποινή για τον ενήλικο που χωρίς βάσιμο λόγο έμπαινε σ΄ένα γυμνάσιον παίδων. Απαγορευόταν ν’αγαπήσουν οι ελεύθεροι άνδρες έναν νέο από την τάξη των δούλων. Απαγορευόταν για έναν πατέρα ή αδερφό να εκπορνεύσει μια κόρη ή αδερφή ακόμα παρθένο. Οι σκόρπιες αυτές εντολές, οι άλλοτε αυστηρές, άλλοτε επιεικείς, μετά από επτά αιώνες θα βύθιζαν σε βαθιά απορία τον Πλούταρχο.

ΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΧΡΗΣΜΩΝ (7ος, 6ος και 5ος πΧ)

Άσχετα αν είναι ή όχι αυθεντική η μορφή με την οποία έφθασαν ως εμάς, μας πληροφορούν για την ιδέα που οι Αρχαίοι είχαν για τον Χρησμό και την ποιητική του διατύπωση.

Το κείμενο της Δωδώνης: “ Ζευς ήν, Ζευς εστί,Ζευς έσσεται”, βεβαιώνει και αναπτύσσει στις τρεις κατηγορίες του Χρόνου στο πρόσωπο του υπέρτατου Θεού, ακριβώς όπως ο ινδουισμός θα το κάνει για την τριάδα Βράχμα-Βισνού-Σίβα. Από μια απόσταση αιώνων, προαγγέλλει και το αδιάκοπα επαναλαμβανόμενο κατηγόρημα της ιουδαιοχριστιανικής Αποκάλυψης. “Ο Θεός που είναι, που ήταν και που θα είναι”. Προφανώς πρόκειται για μια μεταφυσική σύλληψη ριζωμένη βαθιά στον κόσμο της Μεσογείου και της Ανατολής που έμελλε να επιβιώσει στην ελληνική θρησκεία.

ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΣ (6ος πΧ)

Ενώ ο Σωκράτης περίμενε στη φυλακή την εκτέλεση της ποινής του, άκουσε κάποιον μουσικό να τραγουδά ένα ποίημα του Στησιχόρου και τον παρακάλεσε να του το μάθει. Ο μουσικός τον ρώτησε σε τι θα του χρησίμευε. “Να το μάθω προτού πεθάνω”, απάντησε ο Σωκράτης” (Αμμιανός Μαρκελλίνος)

ΘΕΟΓΝΙΣ (6ος πΧ)

Αυτά τα μικρά κομμάτια σκιαγραφούν έναν άνθρωπο περισσότερο παθιασμένο για τη σοφία παρά σοφό, που έχει καταπονηθεί από τη μικρότητα των ανθρώπων αλλά που είναι υπερβολικά διαυγής για να ανακαλύπτει και στο δικό του παρελθόν πράγματα που θα τον κάνουν να πει πως κανείς δεν είναι απόλυτα πέρα από τον ψόγο. Έναν αριστοκράτη που δεν βασίζεται πια στους ομοίους του αλλά που σιχαίνεται και την αναρχία του όχλου, έναν παρτιζάνο, έναν εξόριστο φαρμακωμένο από τις προδοσίες που υπήρξε ή πίστεψε πως υπήρξε το θύμα τους, αλλά που νοσταλγεί αρκετά την πατρίδα του για να επιστρέψει ς’ αυτήν όσο και αν του στοιχίσει αυτό. Έναν εραστή χωρίς ψευδαισθήσεις για τις διαφορές της ηλικίας και των αξιών ανάμεσα σε αυτόν και σε κείνους που αγαπά, που όμως είναι υπερβολικά ερωτευμένος για να μην τους συγχωρεί τα παραστρατήματά τους, φέρνοντάς τους συγχρόνως σε αδιέξοδο με τις συμβουλές και τις επιπλήξεις του. Έναν σύζυγο που σεμνύνεται ότι έχει δοκιμάσει τις γλύκες του γάμου, αλλά που γνωρίζει από προσωπική πείρα και τις απογοητεύσεις της πατρότητας. Ένα σοφό που περιφρονεί τα πλούτη αλλά που γνωρίζει ότι σχεδόν πάντα η φτώχεια υποβαθμίζει, που μισεί τα γερατειά αλλά που αγαπά να ζει έχοντας πλήρη συνείδηση της συντομίας της ζωής, και που ζητά στο κρασί την παρηγοριά και τη λησμονιά. Έναν ποιητή, τέλος, από τους πιο μεγάλους, για τον οποίο η ποίηση συγχέεται μ’ αυτή την εισπνοή και την εκπνοή της ανάσας και μόλις ξεχωρίζει από το γεγονός της ζωής.

ΣΚΟΛΙΑ (ίσως 6ος και 5ος πΧ)

Έλεγαν Σκόλια τα τραγούδια που τραγουδούσαν στα συμπόσια και που το έθιμο όριζε να τραγουδούν οι συνδαιτημόνες με τη σειρά της πρωτοκαθεδρίας τους στο τέλος των δείπνων. Συνοδεύονταν από μια υπόκρουση λύρας.

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ (ίσως 6ος και 5ος πΧ)

Αυτός ο κόσμος των βιοτεχνών, των καλλιεργητών, των ναυτών και των στρατιωτών που μιλάει κάτι ελληνικά πιο τραχιά ή τότε λιγότερο επεξεργασμένα από των κειμένων που έφθασαν ως εμάς, δεν έχει αφήσει αυτό που θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε σαν μια γραπτή έκφραση. Ίσως αν τον γνωρίζαμε καλύτερα να μας συνάρπαζε: θα πρέπει να έμοιαζε περισσότερο με τους λαούς που από πάντα, ακόμη και σήμερα, ζουν στα λιμάνια και στην ύπαιθρο της Μεσογείου, παρά με την ιδέα που έχομε σχηματίσει για τους Έλληνες της αρχαιότητας.

ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ (6ος και 5ος πΧ)

Ας θυμόμαστε πάντως πως εκείνοι οι λυρικοί δάσκαλοι εξαρτώνταν ολοκληρωτικά για να δημιουργήσουν και πολλές φορές και για να ζήσουν από τις λίγο πολύ κυκλοθυμικές μεγαλοδωρίες των πλούσιων προστατών τους. Όχι μόνον οι ποιητές αλλά και οι μουσικοί, οι χορογράφοι, οι διοργανωτές των δαπανηρών λαϊκών ή θρησκευτικών παραστάσεων είχαν τις ανάγκες και τις απαιτήσεις, τις κλασικά υπερβολικές, που έχουν όλοι οι ιμπρεσάριοι και όλοι οι βιρτουόζοι εκτελεστές. Αυτή η πολυτελής τέχνη, που έφθασε στο απώγειό της στα χρόνια της ευμάρειας μετά τη Σαλαμίνα, φαίνεται πως δεν άντεξε στις συμφορές του Πελοποννησιακού πολέμου, ή τότε μπορεί και να έσβησε από την ίδια της τη φθορά.

Όποια κι αν υπήρξαν τα ελαττώματα του ανθρώπου, τα λίγα που σώζονται από το λυρικό έργο του Σιμωνίδη χαρακτηρίζονται από ένα πλατύ και ανθρώπινο μεγαλείο, πολύ διαφορετικό από τη θρησκευτική μεγαλοπρέπεια του Πίνδαρου, με τον οποίον από ένα καθαρά ποιητικό πρίσμα, έχουν περίπου την ίδια σχέση που έχει ο Σοφοκλής με τον Αισχύλο.

ΠΙΝΔΑΡΟΣ (6ος και 5ος πΧ)

Ασφαλώς είναι ένας αναχρονισμός το να βλέπουμε τους περσικούς πολέμους σαν μια σύγκρουση εθνική ή φυλετική, όπως το εννοούμε σήμερα, σαν μια συνειδητή και οργανωμένη αναμέτρηση για την άμυνα της Δύσης. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση του Πινδάρου. Εκπρόσωπος μιαε κατάστασης πραγμάτων που θα μπορούσε ήδη να θεωρηθεί ημιαρχαϊκή, ποιητής περισσότερο του ημιθεϊκού και ιερού γένους παρά των πόλεων-κρατών που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, τίποτε σε όσα μας μένουν από το έργο του, δεν αποδίδει απόλυτα τον πατριωτικό και πολεμικό ήχο που έχουν τα επιγράμματα και τα νεκροτράγουδα που ο Σιμωνίδης είχε συνθέσει για τους νεκρούς εκείνων των ίδιων μαχών.

Το έργο του Πίνδαρου περιέχει όλα τα λυρικά είδη της εποχής: ύμνους, ωδές, επινίκους, θρηνητικές μελωδίες, ποιήματα για να τραγουδηθούν και να χορευτούν σε γιορτές ή ν΄απαγγελθούνε σε δείπνα...Αλλά μια σύγκριση θα επιβαλλόταν αν δεν σκεφτόμασταν μόνον την ποιητική, αλλά και τη μουσική και τη χορογραφική μεγαλοφυία ενός Πινδάρου: είναι όμοια με των μεγάλων μουσικών του 17ου και 18ου αιώνα, που έγραψαν κατά παραγγελία για τις αυλές του καιρού τους μια μουσική που ήταν πάντα θαυμάσια και ορισμένες φορές θεϊκιά… Αυτό που κυριαρχεί σ΄αυτόν είναι η ηρωϊκή ολυμπιότητα ενός ανθρώπου που είναι όσο τέλειος του επιτρέπει το ανθρώπινο φυσικό του να είναι, που όμοια με τους θεούς υποτάσσεται στους νόμους του σύμπαντος και τους τηρεί με μόνο το γεγονός πως υπάρχει. Ίσως αυτή η φωτεινή και χρυσαφιά αχλύ των ψυχών και των σωμάτων σε συνδυασμό με την ήρεμη αποδοχή των αναπόφευκτων δεινών, να είναι το στοιχείο που συγγενεύει περισσότερο τον Πίνδαρο με τον αθώο κόσμο του Ομήρου.

Κόσμος αρμονικός όπου η αρμονία ανάμεσα στην ανθρώπινη προσπάθεια και το θείο νόμο, ανάμεσα στην πραγματικότητα και το μύθο, δεν έχει ολωσδιόλου κοπεί και όπου θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι οι δυνάμεις του φωτός εξισορροπούν ακόμα τις δυνάμεις του σκότους. Στην πραγματικότητα είναι μια κοσμοθεωρία που χαρακτηρίζει περισσότερο τον ίδιο τον ποιητή παρά την εποχή του και που μπορεί να ερμήνευε μια σχεδόν νοσταλγική επιστροφή σε αυτό που ήδη είχε γίνει παρελθόν. Η τέχνη του Πινδάρου είναι τόσο ένα τέλος όσο και ένα απόγειο.

ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ ( 5ος πΧ)

Ο άνθρωπος αυτός, ο προικισμένος με μια πραγματική επιστημονική μεγαλοφυία, είχε ισχυρές θεουργικές και μαγικές κλίσεις που μερικούς αιώνες αργότερα, μέσα στη μεταβατική ατμόσφαιρα του ειδωλολατρισμού που έσβηνε, δεν θα παραξένευαν κανέναν, αλλά εντυπωσιάζουν μέσα στην καρδιά αυτού που επιμένουμε να θεωρούμε ως τον διαυγή και κλασικό 5ο αιώνα.

Λιγότερο λογικός από τον Παρμενίδη, λιγότερο αριθμολόγος από τον Πυθαγόρα, ελκόμενος περισσότερο από εκείνον από το μυστήριο καθαυτής της ζωής, στην περίπτωσή του θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια προβιολογία, για μια προεμβρυολογία, για μια προπαλαιοντολογία, για μια συγκριτική προμορφολογία.

Περισσότερο και από τις απόψεις του Ηράκλειτου για τη ροή των πραγμάτων και την ένωση των αντιθέτων, το πολύπλοκο κοσμογονικό σύστημα του Εμπεδοκλή προσεγγίζει σε ινδικές υποθέσεις. Υποθέσεις που θα πρέπει να ανταποκρίνονται αν όχι στην υπέρτατη αλήθεια, τουλάχιστον σε ορισμένες δομές του ανθρώπινου πνεύματος αφού τις ξαναβρίσκουμε αργότερα και σε τελείως διαφορετικά πλαίσια, στην ειδωλολατρική και τη χριστιανική Γνώση και στην Καββάλα, και αφού η σημερινή επιστήμη έχει την τάση να τις επαναφέρει ξεκινώντας από άλλα δεδομένα και κάτω από άλλες μορφές.

Όπως σε όλους σχεδόν τους προσωκρατικούς, αιωνίως,και ορισμένες φορές γόνιμα, η φυσική γλιστρά στη μεταφυσική, η λογική στο μύθο. Όμοια με όλους νιώθει άνετα μέσα στις αχανείς εκτάσεις του κοσμικού χρόνου, που μια στενόμυαλη ακριβολογία θα περιόριζε αργότερα στα έξι χιλιάδες χρόνια του βιβλικού θρύλου, με άλλα λόγια σ΄όσο πάνω κάτω διαρκεί η ανθρώπινη ιστορία και προϊστορία.

Ο παράξενος Εμπεδοκλής δεν λησμονήθηκε ποτέ.


ΤΡΑΓΩΔΙΑ- ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΤΤΙΚΗ ΚΩΜΩΔΙΑ


ΑΙΣΧΥΛΟΣ (6ος και 5ος πΧ)

Φαίνεται πως τον κατηγόρησαν ότι κοινολόγησε ορισμένα από τα ελευσίνια μυστικά, είτε βάζοντας στο στόμα των προσώπων του λόγια πολύ κοντινά με τη διδασκαλία που προοριζόταν για μυημένους, είτε μιμούμενος σε ένα από τα έργα του μια σκηνή του ιερού δράματος που παιζόταν μέσα στο ιερό. Θα πρέπει να ήταν λοιπόν ένας από τους πρώτους που υπέφεραν από αυτή την Εξέταση, την όχι Ιερή,αλλά Λαϊκή, που μέσα σε έναν αιώνα θα χτυπούσε τόσους μεγάλους Αθηναίους μέσα σ’αυτή την πόλη που ασφαλώς ευνοούσε την ευφυία αλλά όπου πάντοτε η προκατάληψη και η ανοησία κινητοποιούνταν πολύ εύκολα για να ζημιωθεί κάποιος.

Η λέξη ρεαλισμός είναι υπερβολικά μοντέρνα για την τέχνη του Αισχύλου: περισσότερο θα ταίριαζε να μιλούσαμε για μια πραγματικότητα τόσο περιεκτική και βαθιά που ανασχηματίζεται πέραν των ερμηνειών μας. Ποτέ πριν από τον Σαίξπηρ δεν σκηνοθετήθηκε καλύτερα η αιματηρή ανθρώπινη εμπειρία και οι ισχυρές θεμελιακές δυνάμεις στο κέντρο των οποίων εκτυλίσσεται, απ’ ό,τι τις σκηνοθέτησε αυτός ο αχάλινος, περήφανος [επίθετα του Αριστοφάνη που σεβόταν τον Αισχύλο], παθιασμένος για τη δικαιοσύνη, ικανός για οίκτο ποιητής, που αφιέρωσε το έργο του στο Χρόνο.

ΣΟΦΟΚΛΗΣ (5ος πΧ)

Αυτό που συνάγεται από μια επιπόλαιη ανάγνωση αυτών των αποσπασμάτων ή από τους τίτλους των χαμένων τραγωδιών και από τις λιγοστές παρατηρήσεις των Αρχαίων γι’αυτές είναι ότι αν είχαμε στα χέρια μας το πλήρες έργο, οι απόψεις μας θα είχαν πολύ βαθύτερα τροποποιηθεί για τον Σοφοκλή απ’ ό,τι για τον Αισχύλο. Το στοιχείο της ιλαρότητας καθώς και το θέλγητρο του λόγου που κατά τα φαινόμενα ήταν πολύ έντονα τόσο στον ποιητή όσο και στον άνθρωπο Σοφοκλή θα ξανάπαιρναν τη σπουδαιότητα που τα βαριά αριστουργήματα που μας μένουν από αυτόν δεν μας επιτρέπουν να τους αποδώσουμε.

Είπαν πως η αψιά απεικόνιση ενός ημιβάρβαρου κόσμου σε ορισμένα από αυτά τα επτά έργα του που μας απομένουν είναι μια πολύ συνειδητή μορφή αρχαϊσμού από μέρους του. Θα λέγαμε ότι περισσότερο πηγάζει από μια ματιά χωρίς ψευδαισθήσεις πάνω στην ανθρώπινη μοίρα του καιρού του και όλων των εποχών. Γύρω από την αναπόφευκτη κατάρρευση του Οιδίποδα, τους μάταιους θρήνους του Φιλοκτήτη που ένας αναποφάσιστος Νεοπτόλεμος έχει προδώσει, τη σύγκρουση της Αντιγόνης με τη λογική του Κράτους φυσάει ένας άνεμος αιώνιας επικαιρότητας.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ (5ος πΧ)

Μελαγχολικός, φιλάσθενος, μοναχικός – για να γράψει κατάφευγε σε μια σπηλιά του κτήματος που είχαν στη Σαλαμίνα – όχι απλά θεατράνθρωπος αλλά και άνθρωπος των γραμμάτων ( υπήρξε από τους πρώτους Αθηναίους που συγκέντρωσαν μια πλούσια βιβλιοθήκη), ο Ευριπίδης δεν μοιάζει με κανέναν από τους δυο προκατόχους του.

Χρειάζεται κάποια προσπάθεια για να κατανικήσουμε τον πειρασμό και να μην περιγράψουμε, βασισμένοι στα λιγοστά στοιχεία που κατέχομε, έναν Ευριπίδη που φεύγει, μακριά απ’ αυτήν την κακόλογη, επιπόλαιη πόλη, τη φθαρμένη και πικρόχολη από τα επακόλουθα ενός μακροχρόνιου και στερημένου απ’ οποιοδήποτε νόημα πολέμου που θα πρέπει να έβλεπε καθαρά την πολύ κοντινή πτώση της, αλλά μια τέτοια εικόνα θα παράμενε στο χώρο της μυθιστορηματικής βιογραφίας.

Η παράδοση ισχυρίζεται ότι πέθανε σε ένα ατύχημα: πως σκυλιά-φύλακες τον έριξαν καταγής και τον κατασπάραξαν. Από αυτά τα σκυλιά που καταβροχθίζουν, οι σχολιαστές κατασκεύασαν μια αλληγορία της κριτικής.

Τα απατηλά θεατρικά κόλπα και τα καθόλου πειστικά σφάλματα γύρω από την ταυτότητα του προσώπου, είτε το θέλησε συνειδητά είτε όχι, γίνονται ένας τρόπος για να μας πει ότι όλα είναι και πιο παράδοξα και πιο περίπλοκα απ΄όσο πιστεύαμε. Ως και αυτ΄ς οι διαξοδικές επιχειρηματολογίες των προσώπων που υπερασπίζουν τη θέση τους ή προσπαθούν να εξηγήσουν τις πράξεις τους αντηχούν σαν αυθεντική ηχώ της λειτουργίας του συλλογισμού μέσα στον οποίο σχεδόν όλοι μας είμαστε βυθισμένοι.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ(5ος πΧ)

Η κωμωδία είχε κληρονομήσει περισσότερα από την παράδοση: κρατούσε από βακχικούς χορούς σε πανηγύρια, από πομπές χωρικών που φορούσαν φαλλούς και ικέτευαν γονιμότητα για τα χωράφια τους, από γκροτέσκα ή αισχρά αποτρόπαια [απελατικά] τυπικά (που είχαν δηλαδή τον προορισμό να αποτρέπουν το κακό ή την κακιά τύχη)

Είναι χάρη στα έντεκα από τα σαράντα δύο έργα του Αριστοφάνη που μας έχουνε μείνει καθώς και σε μερικά αποσπάσματα άλλων δασκάλων της Αρχαίας Κωμωδίας που γνωρίζομε πώς ήταν στην πραγματικότητα η λαϊκή ζωή της Αθήνας. Χωρίς αυτούς τελικά θα είχαμε πιστέψει στην Αθήνα του λευκού μαρμάρου που κατοικούσαν μόνο ο Περικλής, η Ασπασία, οι ακόλουθοι της πομπής των Παναθηναίων και οι ωραίοι έφηβοι της συντροφιάς του Σωκράτη που ονειρεύονταν με νοσταλγία οι ποιητές προς τα τέλη του 19ου αιώνα.

Θα ήταν μια κοροϊδία το να κατασκευάζαμε από αυτόν τον ανυπέρβλητο γελωτοποιό ένα μεταρρυθμιστή της ηθικής ή της κοινωνίας ή έναν ηρωικό κατήγορο αδίκων πολέμων. Αυτός ο σκληρός και ανάλαφρος άνθρωπος, ο πιθανά κακός, ο μέχρι την ευτέλεια σχεδόν συνετός και όμως ώς την παραφροσύνη ποιητής είναι από αυτούς που τα ανθρώπινα λάθη δεν τους κάνουν τόσο να αγανακτούν ή να λυπούνται, όσο τους κάνουν να σκάνε στα γέλια.

Σε πείσμα των πολύ φανερών τουρκικών επιδράσεων, το θέατρο σκιών του Καραγκιόζη, όπως εγώ τουλάχιστον το είδα στα ελληνικά νησιά πάνε σαράντα περίπου χρόνια, θύμιζε αριστοφανική διακωμώδηση με τα κυνικά του αστεία, τις αισχρές του χειρονομίες και το ανακάτεμα του φανταστικού με το προσγειωμένα χειροπιαστό.


[Προσπερνάω το κεφάλαιο “ Από τον Πλάτωνα στον Λουκιανό” και από το κεφάλαιο “Από τους Ορφικούς ως τον Δαμάσκιο” θα καταγράψω αναφορές μόνο σε δυο ποιητές της μΧ εποχής , τότε που κλείνει πια ο κύκλος για το αρχαίο ελληνικό μυθολογικό πνεύμα. Φ. Χ ]


ΠΑΛΛΑΔΑΣ (5ος μΧ )

Ο Παλλαδάς που γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια προς τα τέλη του 4ου αιώναείναι μια περίεργη μορφή εκείνου του λυκαυγούς ανάμεσα στο τέλος του αρχαίου κόσμου και τον θρίαμβο του επίσημου χριστιανισμού.

Ήταν ειδωλολάτρης όπως οι περισσότεροι σοφοί των ημερών του που γατζώνονταν με κάθε τους ίνα από την αρχαία παιδεία, συνεπώς και από τους θεούς του Ομήρου.

Το ευγενικό επίγραμμα που τον δείχνει να παρακολουθεί τις ομιλίες της περίφημης μαθηματικού και φιλοσόφου Υπατίας που κατακρεούργησε το 415 ο χριστιανικός όχλος στους δρόμους της Αλεξάνδρειας, χρονολογείται οπωσδήποτε από τα σπουδαστικά χρόνια του.

Οι στίχοι του για “τους Έλληνες”, για τους ειδωλολάτρες δηλαδή( και το ότι η αυτή λέξη σήμαινε για ένα διάστημα και τα δυο αυτά πράγματα είναι μια ένδειξη), που επιζούσανε σαστισμένοι μέσα σ΄ένα κόσμο όπου εκείνα που εξυμνούσαν μοιάζαν νεκρά, είναι από τις πικρότερες διαπιστώσεις που έχουμε για το τέλος ενός κόσμου.

ΔΑΜΑΣΚΙΟΣ (6ος μΧ)

Υπήρξε ο τελευταίος σχολάρχης της νεοπλατωνικής Σχολής των Αθηνών. Το 526 ο Ιουστινιανός έκλεισε τη Σχολή. Οι φιλόσοφοι που είχαν καταδικαστεί σε σιωπή με επικεφαλής τον Δαμάσκιο δέχτηκαν μια πρόσκληση να παν στην Περσία, που προερχόταν από τον καλλιεργημένο εκείνον θαυμαστή της ελληνικής παιδείας πρίγκιπα, τον Χοσρόη…

Δεν είναι από τις μικρότερες ειρωνείες της Ιστορίας αυτή η προστασία που παραχώρησε ο θρυλικός Σασσανίδης σε έλληνες φιλοσόφους χίλια χρόνια μετά από τους μηδικούς πολέμους, οχτακόσια από την παροδική κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας από τον Αλέξανδρο: ήταν στην αυλή ενός δεσπότη, τον οποίο οι έλληνες των κλασικών χρόνων θα είχαν χαρακτηρίσει σαν “βάρβαρο”, που η νεοπλατωνική φιλοσοφία διδάχθηκε ελεύθερα για τελευταία φορά πριν από την Αναγέννηση.

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2023

ΑΜΟΣ ΟΖ: Το Ισραήλ, η Παλαιστίνη και η Ειρήνη

 

Μια υπέροχη φωνή - δυστυχώς "βοώντος εν τη ερήμω". Πόσο καθαρή σκέψη, πόσο ρωμαλέα αντίληψη! Να μπορούσε να ακουστεί πάνω από τα ερείπια και τα πτώματα του σημερινού πολέμου! Να μπορούσε να σταματήσει την "κοινή βλακεία", τον αδιέξοδο πόλεμο "ανάμεσα στο δίκιο και το δίκιο"!  

( μετάφρ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτη, 1997)  

  • Δυο φορές στη ζωή μου, το 1967 και το 1973, βρέθηκα στο μέτωπο και γνώρισα το ανατριχιαστικό πρόσωπο του πολέμου. Εξακολουθώ να υποστηρίζω ότι δεν μπορείς να εξαλείψεις την επιθετικότητα με το να υποκύπτεις σε αυτή κι ότι μονάχα δυο πράγματα δικαιώνουν ένα πόλεμο: η ζωή και η ελευθερία. Θα ξαναπολεμήσω, εάν αποπειραθεί κανείς να μου στερήσει τη ζωή ή να σκοτώσει το διπλανό μου. Θα δώσω μάχη εάν κάποιος επιχειρήσει να με υποδουλώσει. Δεν πρόκειται όμως να πιάσω τα όπλα για «προγονικά δικαιώματα» ή για επέκταση των εδαφών ή για πλουτοπαραγωγικές πηγές ή για την παραπλανητική ιδέα των «εθνικών συμφερόντων».

    Η διαμάχη ανάμεσα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη επιμένω πάντοτε πως είναι μια τραγική σύγκρουση ανάμεσα στο δίκιο και το δίκιο, ανάμεσα σε δυο πολύ πειστικές διεκδικήσεις. Ένα τέτοιο δράμα μπορεί να λυθεί είτε με την ολοκληρωτική καταστροφή του ενός μέρους (ή και των δυο), είτε μέσω ενός λυπηρού οδυνηρού ατελούς συμβιβασμού με τον οποίο οι δυο πλευρές θα κερδίσουν κάποια μόνο από τα πράγματα που ζητούν, οπότε κανείς δεν θα μείνει απόλυτα ευχαριστημένος, αλλά θα πάψουν τουλάχιστον να πεθαίνουν και θα αρχίσουν να ζουν. Η Παλαιστίνη θα έχει ανεξαρτησία και ασφάλεια σε ένα μέρος της χώρας, το Ισραήλ θα ζει με ειρήνη και ασφάλεια σε ένα άλλο μέρος της χώρας. Έτσι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να επιτευχθεί κάποια στιγμή η συμφιλίωση, να πάψει ο ανταγωνισμός εξοπλισμών, να αναπτυχθεί μια κοινή αγορά, να γιατρευτούν οι πληγές.

    Η ειρηνιστική μας κίνηση στο Ισραήλ δεν είναι φιλοπαλαιστινιακή. Είναι επείγουσα η ανάγκη να επέλθει ειρήνη ανάμεσα σε Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους και κατά συνέπεια ανάμεσα στο Ισραήλ και τα αραβικά κράτη, όχι για χάρη της εξιλέωσης από τις ενοχές, αλλά για χάρη της ίδιας της ζωής. Εμείς οι Ισραηλινοί ήρθαμε στο Ισραήλ για να μείνουμε. Οι Παλαιστίνιοι βρίσκονται στην Παλαιστίνη και δε σκοπεύουν να φύγουν. Πρέπει λοιπόν να γίνουμε τουλάχιστον πολιτισμένοι γείτονες. Όμως παρόλο που υποστηρίζω τη διαίρεση μιας μικρής χώρας ανάμεσα σε δυο έθνη, εξακολουθώ να είμαι πεπεισμένος ότι πρόκειται απλώς για ένα μέτρο αναγκαιότητας. Θεωρώ κακό κι ανεπαρκές σύστημα το κράτος-έθνος. Πιστεύω ότι πάνω σ’ αυτόν τον χτυπημένο από τη φτώχεια, υπερπλήρη και εν αποσυνθέσει πλανήτη μας, θα έπρεπε να υπάρχουν εκατοντάδες πολιτισμοί, χιλιάδες παραδόσεις, εκατομμύρια περιφερειακές και τοπικές κοινότητες, όχι όμως κράτη-έθνη. Τώρα κυρίως που σε ορισμένες περιοχές του κόσμου η εθνική αυτοδιάθεση έχει εκφυλιστεί, καταρρέοντας μέσα σε αιματοκύλισμα κι απειλώντας να απομονώσει τον καθένα από μας, θα έπρεπε να υπάρξει ένα εναλλακτικό όραμα. Θα έπρεπε να βρεθούν τρόποι εκπλήρωσης των διαφόρων δικαιωματικών πόθων για εθνική ταυτότητα και αυτοπροσδιορισμό, στο πλαίσιο μιας κοινοπολιτείας που θα περιλαμβάνει όλη την οικουμένη. Θα έπρεπε να χτίσουμε τώρα έναν πολυφωνικό κόσμο κι όχι μια κακοφωνία μεμονωμένων εγωκεντρικών κρατών-εθνών. Η ανθρώπινη μοίρα μας, η μοναξιά μας πάνω σ’ έναν εύθραυστο πλανήτη, μετέωρο μες στην ψυχρή κοσμική σιωπή, οι αναπόφευκτες τραγικές ειρωνείες της ζωής και η αδυσώπητη παρουσία του θανάτου, θα έπρεπε όλα αυτά να ξυπνήσουν επιτέλους ένα αίσθημα αλληλεγγύης που να παραμερίσει τη βοή και την αντάρα των διαφορών μας. Ο σημαιοφόρος πατριωτισμός πρέπει να δώσει τη θέση του σ’ έναν πατριωτισμό για τον άνθρωπο, για τη γη, σ’ έναν πατριωτισμό για τα δάση, το νερό, τον αέρα, το φως, σε δημιουργικές σχέσεις με την ίδια τη Δημιουργία. 127-129

  • Το ισραηλινό ειρηνιστικό κίνημα έχει ελάχιστα κοινά με την παραδοσιακή άποψη που πρεσβεύει ότι η ειρήνη, η αγάπη, η συμπόνια, η αδελφοσύνη και η συμφιλίωση είναι συνώνυμα. Στην πραγματικότητα δεν είναι συνώνυμα. Το αντίθετο του πολέμου δεν είναι η αγάπη, είναι η ειρήνη. Γι αυτό η δική μου προτροπή προς τους Παλαιστίνιους είναι: κάντε ειρήνη, όχι έρωτα. Άλλωστε δεν πιστεύω στην αγάπη μεταξύ εθνών – είναι ένα πολύ αφελές ιδανικό. Όπως τραγουδούσαν θλιμμένα οι Μπιτλς, «δεν υπάρχει αρκετή αγάπη στον κόσμο». Εγώ, οπαδός της ειρήνης μεν, αλλά όχι πασιφιστής, νομίζω ότι το μεγαλύτερο κακό δεν είναι ο ίδιος ο πόλεμος, μα η επιθετικότητα. Ο Λεβί Εσκόλ, ο πιο ρεαλιστής πρωθυπουργός του Ισραήλ, έλεγε: «Ένα πράγμα είναι χειρότερο από τη χρήση βίας κι αυτό είναι η συνθηκολόγηση μαζί της». 189

  • Και είναι ο εχθρός σου αυτός με τον οποίο πρέπει να συνάψεις ειρήνη – όχι επειδή είναι «καλός», όχι απαραίτητα επειδή αισθάνεσαι ότι τον αδίκησες περισσότερο απ’ ό,τι εκείνος αδίκησε εσένα. Κάνεις ειρήνη με τον εχθρό σου ακριβώς επειδή είναι ο εχθρός σου. 193

  • Νομίζω ότι η ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη, σε αντίθεση με την ισραηλινο-λιβυκή ή την ισραηλινο-ιρανική διαμάχη, είναι μια τραγωδία με όλη τη σημασία της λέξης. Μια πολύ ισχυρή διεκδίκηση συγκρούεται με μια άλλη εξίσου ισχυρή. Κι έχει φτάσει η ώρα να αντιληφθούν οι έντιμοι άνθρωποι εκτός της περιοχής μας ότι πρόκειται πράγματι για μια τραγωδία κι όχι για ένα γουέστερν με τους «καλούς» από τη μια και τους «κακούς» από την άλλη. Δυο τρόποι υπάρχουν για την επίλυση των τραγωδιών: ο σαιξπηρικός και ο τσεχοφικός. Στο τέλος μιας σαιξπηρικής τραγωδίας η σκηνή είναι σπαρμένη με πτώματα κι ίσως να αιωρείται κάπου ψηλά το φάσμα της δικαιοσύνης. Στην τσεχοφική τραγωδία, απ’ την άλλη, ο επίλογος βρίσκει όλους τους ήρωες ψυχικά ράκη, δυστυχείς, πικραμένους, αποκαρδιωμένους, αλλά πάντως ζωντανούς. Προτιμώ λοιπόν την τσεχοφική κι όχι τη σαιξπηρική λύση για την ισραηλινοπαλαιστινιακή τραγωδία.196

  • Το πρώτο εγχείρημα στο οποίο θα έπρεπε ίσως να συνεργαστούν Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί, μετά την επίτευξη της ειρήνης, θα ήταν η ανέγερση ενός μνημείου στην κοινή μας βλακεία. Άλλωστε οι Παλαιστίνιοι θα πάρουν τελικά ένα μικρό μόνο μέρος των όσων θα μπορούσαν να κατέχουν με ειρήνη και αξιοπρέπεια το 1948 – πριν από σαράντα πέντε χρόνια, πέντε πολέμους και περίπου 150.000 νεκρούς, δικούς μας και δικούς τους. Και οι Ισραηλινοί θα πάρουν λιγότερα απ’ όσα θα μπορούσαν να έχουν, αν είχαν επιδείξει φαντασία, γενναιοδωρία, ίσως και ρεαλισμό τότε, το 1967 και μέχρι σήμερα. Μόνο οι νεκροί δεν θα πάρουν τίποτε, εκτός από μερικά στεφάνια κι ένα χείμαρρο από πομπώδεις ρητορείες.197

  • Ο Αινστάιν είπε: «Το ζήτημα προσδιορισμού των αιτιών της αναπόφευκτης φύσης ενός γεγονότος είναι, κατά κανόνα, απροσδιόριστο και συνεπώς δεν έχει νόημα να εξετάζεται το αίτιο ενός μεμονωμένου συμβάντος». 51

  • Πιστεύω ότι τα γεγονότα είναι συχνά οι χειρότεροι εχθροί της αλήθειας…51

  • Σε τελική ανάλυση τα πάντα είναι αληθινά. Το ψέμα είναι μια αλήθεια. Όχι τεκμηριωμένη, όχι αυθεντική, αλλά πάντως υπαρκτή. Το ίδιο ισχύει και για τα όνειρα. Για τις επινοήσεις του νου, τους εφιάλτες, τις φαντασιώσεις, τον πόνο, το φόβο, την επιθυμία. Ο Μάκβεθ είναι αληθινός, όπως και τα καινούρια ρούχα του Αυτοκράτορα, και η σκάλα του Ιακώβ και ο δαίμονας του Ιβάν Καραμαζόφ και η χαμένη Ατλαντίδα και οι γοργόνες ακόμα που γητεύουν τους ναυτικούς στο πέλαγος. Όλα αυτά είναι αληθινά, γιατί επηρεάζουν ή επηρέασαν κάποτε τον κόσμο, όπως ακριβώς το πάθος για καθαριότητα και ο τρόμος των μικροβίων επέφεραν το θάνατο της γιαγιάς μου. Ο τρόμος, όχι τα μικρόβια. 60

  • Ομολογουμένως η πραγματικότητα του πόνου θα εξακολουθήσει να μας προβληματίζει, εφόσον δεν υπάρχουν μέθοδοι μέτρησής του (ή μήπως υπάρχουν;) Θα συνεχίσει όμως να μας προβληματίζει κι εξαιτίας των περιορισμών στη γλωσσική μετάδοσή του, γιατί, όταν περιέχεται σε λέξεις, ο πόνος έχει την τάση να γίνεται μεταφορικός, μετωνυμικός, επιστρατεύοντας λεκτικές ενισχύσεις από άλλα μέτωπα. Η έκφραση του πόνου αποδεικνύεται επώδυνη διεργασία για τη γλώσσα.61

  • Ίσως να είναι απροσδιόριστο το αίτιο του πόνου κι άγνωστος ο τρόπος αντιμετώπισής του, αλλά ο ίδιος ο πόνος είναι ένα νησί βεβαιότητας μέσα σ’ έναν ωκεανό αβεβαιότητας. Ας πάρουμε τον κοιλόπονο του Ναπολέοντα. Δεν είχε σχέση με τα αποτελέσματα της περίφημης Μάχης του Βατερλώ; 61

  • Το να ζει κανείς με αβεβαιότητα σημαίνει να βρίσκεται μόνιμα σε μια κατάσταση όπου είναι ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα. Μια καλλιτεχνική εμπειρία σημαίνει επίσης ότι τη βιώνουμε σαν μια εμπειρία με ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα. Να μη θέτουμε πια το ανέκαθεν δημοφιλές ερώτημα της κοινωνίας μας «Ποιο θα είναι το τέλος;», αλλά να προσαρμοζόμαστε αντίθετα, στη συνύπαρξη με την αβεβαιότητα. Αποτελεί όντως στοιχείο της ανθρώπινης φύσης η αδιάκοπη αναζήτηση για ένα επιμύθιο, αλλά αν γίνει ακραία αυτή η ανάγκη μπορεί να πυροδοτήσει διαφόρων ειδών φανατισμούς. Σε όλη τη διάρκεια της Ιστορίας οι ζηλωτές πάσχιζαν να φτάσουν σε ένα «συμπέρασμα», μια «βεβαιότητα», μια «κατάληξη». Μια κατάσταση με ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, μια ατμόσφαιρα αμφιβολίας, η παραδοχή αυτής της αβεβαιότητας όχι ως αναπόφευκτου κακού, τιμωρίας ή εξοστρακισμού από την Κήπο της Εδέμ, αλλά σαν κάτι γόνιμο, σαν μια ευλογία, παρέχει στον άνθρωπο ένα διαρκές ερέθισμα για να αναζητεί, να δημιουργεί, να ορίζει και να επαναπροσδιορίζει, να αξιοποιεί στο έπακρο την ελευθερία του. 65

  • Η διαφορά έγκειται ίσως στην προθυμία να δεχτούμε την αβεβαιότητα σαν ένα είδος υπαρξιακής βεβαιότητας: τη βεβαιότητα της αβεβαιότητας. Τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά, όχι επειδή δεν έχουμε καταβάλει αρκετές προσπάθειες να επιλύσουμε το πρόβλημα. Δεν πρόκειται για μια προσωρινή κατάσταση, που θα διαρκέσει ώσπου να ωριμάσουμε και να βρούμε τις σωστές απαντήσεις, ούτε οφείλεται στο γεγονός ότι είμαστε τόσο άπιστοι όσο θέλουν να μας παρουσιάζουν όλοι εκείνοι οι φανατικοί. Όχι, τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά επειδή τα θέλουμε έτσι. Αν επιθυμείτε να είναι όλα βολικά και προδιαγεγραμμένα, υπάρχουν γύρω σας πολλές πόρτες: όποια κι αν χτυπήσετε θα σας ανοίξουν. Θα τακτοποιηθείτε εκεί, παρόλο που ίσως δυσκολευτείτε στην περίπτωση που θελήσετε να βρεθείτε ξανά έξω. 67

  • Συμφωνώ λοιπόν απόλυτα με τον Γκίμπελ. Πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει ο μύθος. Δεν υπάρχει βεβαιότητα, αλλά ούτε και μύθος. Τα πάντα είναι αληθινά. Ο μυθοπλάστης και ο λόγιος δε διαφέρουν στη σχέση τους με τα γεγονότα, την πραγματικότητα, την αλήθεια, τη βεβαιότητα, αλλά στη σχέση που έχει ο καθένας τους με τις λέξεις. 69

  • Δυο απλά πράγματα γυρεύουμε: τη γαλήνη και την έξαψη. Μόνο που δεν μπορούμε να τα έχουμε και τα δυο. Μονάχα η λογοτεχνία έχει την ικανότητα να μας τα προσφέρει και τα δυο μαζί. Εκεί βρίσκουμε την έξαψη, τυλιγμένη από γαλήνη. 115

  • Το μόνο που θα μπορούσα να προσθέσω εδώ είναι πως μονάχα ο θάνατος είναι τέλειος. Η ειρήνη, όπως και η ίδια η ζωή, δεν είναι ένα κύμα αγάπης ή μια μυστικιστική επικοινωνία ανάμεσα σε εχθρούς, αλλά ένας δίκαιος και λογικός συμβιβασμός ανάμεσα σε δυο αντίθετα. 140

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2023

RILKE: Οι ελεγείες του Ντουΐνο (ελληνικά-γερμανικά)

 Το Υπαρξιακό Έπος τού Ρίλκε έχει γνωρίσει πολλές μεταφράσεις και αναλύσεις- και δικαίως.

Εδώ, παραθέτω μερικά δίγλωσσα αποσπάσματα, ελληνικά και γερμανικά.  Αποτόλμησα έναν συγκερασμό από τρεις μεταφράσεις: 

1)Δ. Λιαντίνη "Έξυπνον ενύπνιον" εκδ. Λιαντίνη,2006,

 2) Άρη Δικταίου "Εκλογή από το ποιητικό έργο του Ρ.Μ.Ρίλκε" εκδ. Ηριδανός,1957 και 

3)Δ. Γκότση, "Οι ελεγείες του Ντουΐνο, εκδ. αρμός,2000.




Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

DIE ERSTE ELEGIE

Ποιος, εάν κράυγαζα, θα μ’ άκουγε λοιπόν απ’των Αγγέλων τα τάγματα; Κι αν ένας ξάφνου μ’ έπαιρνε πάνω στην καρδιά του, θα χανόμουν από τη δυνατότερη ύπαρξή του. Γιατί η ομορφιά δεν είναι τίποτε άλλο, παρά του τρομερού η αρχή που μόλις αντέχουμε…

Ίσως απομένει σε μας  ένα δέντρο στην πλαγιά να βλέπουμε ολημερίς ξανά και ξανά. Μας απομένει η στράτα τού χτες και η κακότροπη εμμονή σε μια συνήθεια, που της άρεσε κοντά μας κι έτσι έμεινε και δεν έφυγε

Δεν το έμαθες ακόμη; Ρίξε το κενό από την αγκαλιά σου, πέρα,  στους χώρους που ανασαίνουμε. Και τα πουλιά ίσως μ΄ένα αισθαντικότερο πέταγμα την απλωσιά του αγέρα να νιώσουν.

Ναι, οι Άνοιξες σίγουρα σε χρειάστηκαν.

Δεν είναι πια καιρός, από κείνο που αγαπάμε,  αγαπώντας το, να ελευθερωθούμε και τρέμοντας να το ξεπεράσουμε;

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Κάθε άγγελος είναι τρομερός. Κι όμως, αλίμονό μου, εσάς υμνώ, πουλιά σχεδόν θανάσιμα για την ψυχή, κι ας ξέρω τι σημαίνετε.

Γιατί εμείς, όπου αγαπάμε, γινόμαστε αχνός. Αχ, τον εαυτό μας εξατμίζουμε και σκορπιζόμαστε.

Ω, ανάβλεμμα: νέο, ζεστό,  φευγαλέο της καρδιάς κύμα – αλίμονό μου:  ώστε εμείς είμαστε αυτό. Μας γεύεται λοιπόν το Διάστημα που μέσα του διαλυόμαστε;

ΤΡΙΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Κοίτα, εμείς δεν αγαπάμε, σαν τα λουλούδια, μια εποχή μονάχα. Στα μπράτσα μας, όταν αγαπάμε, ανεβαίνει χυμός αχρονολόγητος. Ω κοπέλα, τούτο, ότι μέσα μας αγαπούμε όχι ένα, ένα ερχόμενο, αλλά αυτό που αναρίθμητα ζυμώνεται… τούτο σε πρόλαβε κοπέλα. 

Ω, σιγά σιγά, κάνε γι’ αυτόν μια αγαπητή, μια καθημερινή δουλειά – κοντά στον κήπο οδήγησέ τον, δώσε του την υπεροχή των νυχτών

Συγκράτησέ τον…

 

ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Όμως εμείς δεν ομονοούμε. Δεν είμαστε εμείς σαν τα αποδημητικά πουλιά συνεννοημένοι.

Όμως εμείς, εκεί που σε Ένα δινόμαστε μονάχα, νιώθουμε κιόλας του άλλου την αξία. Εχθρότης μας είναι το κοντινό.

Ποιος δεν έχει σταθεί με δέος μπροστά στης καρδιάς του την αυλαία;

Κι εσείς,  δίκιο δεν έχω;που μ’ αγαπήσατε μονάχα χάρη στη μικρή αρχή της αγάπης που σας έδωσα, από την οποία πάντα απομακρυνόμουν, γιατί η έκταση της όψης σας μέσα μου, καθώς την αγαπούσα, γλιστρούσε στου κόσμου την έκταση, εκεί που πια δεν υπήρχατε...

 

ΠΕΜΠΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Ώ εσείς, που ένα καημό, τότε που ακόμη ήταν μικρός, δεχτήκατε σαν παιχνίδι, σε μια μακρόχρονη ανάρρωσή του...

Άγγελε! Ω, πάρε, ξερίζωσε αυτό το βοτάνι που για λίγο ανθεί. Πλάσε ένα βάζο και φύλαξέ το! Βάλε το ανάμεσα σε κείνες τις χαρές που ακόμη δεν άνοιξαν για μας. Ύμνησέ το σε υδρία χαριτωμένη με επιγραφή ανθισμένη ορμητική:

“ Των σαλτιμπάγκων το μειδίαμα”

 

EKTH ΕΛΕΓΕΙΑ

Συκιά, καιρό τώρα μου φαίνεται σημαντικό πώς ξεπερνάς όλότελα την άνθησή σου και στον καρπό που έγκαιρα την απόφασή του πήρε, ταπεινά πυκνώνεις το καθαρό σου μυστικό.

...Όμως εμείς αργοπορούμε,αχ, τη δόξα της άνθησης ζητάμε και προδομένοι μπαίνουμε στο παραγινωμένο πυρήνα του τελικού καρπού μας.

 

ΕΒΔΟΜΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Ω,να σαι  κάποτε νεκρός  και άπειρα να γνωρίζεις όλα τα αστέρια: γιατί πώς, πώς, πώς να τα ξεχάσεις!

Μη θαρρείτε πως η μοίρα είναι κάτι περισσότερο από την πυκνότητα των παιδικών χρόνων

Μόνο που ξεχνάμε τόσο εύκολα ό,τι ο γελαστός μας γείτονας δε μας επαίνεσε, ούτε  ζήλεψε. Και θέλουμε φανερά να το υψώσουμε, ενώ η πιο φανερή ευτυχία για πρώτη φορά μάς αποκαλύπτεται όταν εντός μας τη μεταμορφώνουμε.

Πουθενά, αγαπημένη, δε θα υπάρξει Κόσμος, παρά εντός μας.

 

ΟΓΔΟΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Με όλα τους τα μάτια βλέπουν τα πλάσματα το ασύνορο. Μόνο τα δικά μας μάτια σα νάναι ανάποδα κι εντελώς προς τα μέσα στραμμένα σαν παγίδες, γύρω στην ελεύθερη έξοδό τους.

Ό,τι υπάρχει εκεί έξω το γνωρίζουμε μόνο από την όψη του ζώου. Αφού ήδη από νωρίς το παιδί το στρέφουμε ανάποδα, ώστε πίσω του να βλέπει τα Σχήματα και όχι το ασύνορο, που στην όψη του ζώου φαίνεται τόσο βαθύ.

Εμείς ποτέ δεν έχουμε, ούτε μια μέρα, τον καθάριο χώρο, όπου τα λουλούδια ανθίζουν αέναα. Πάντα υπάρχει κόσμος

και Ποτέ Πουθενά χωρίς Δεν.

 Μοίρα ονομάζεται τούτο: να στέκεις απέναντι και τίποτε έξω απ’ αυτό, πάντα απέναντι.

Κι εμείς: θεατές πάντα, πάντοτε, προς όλα στραμμένοι και ποτέ προς τα έξω! Μας κατακλύζει αυτό. Το τακτοποιούμε. Γκρεμίζεται. Το τακτοποιούμε πάλι και γκρεμιζόμαστε εμείς οι ίδιοι.


ΕΝΑΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Μια φορά, μόνο μια φορά. Μία φορά και ποτέ πια. Κι εμείς μόνο μια φορά. Ποτέ ξανά. Όμως αυτή η μια φορά για νάχει υπάρξει, έστω μόνο μια φορά: το να έχει υπάρξει γήινα, μοιάζει αμετάκλητο.

...μα να τα πούμε, κατάλαβέ το, ω για να τα πούμε έτσι, όπως ποτέ τα ίδια τα πράγματα δε στοχάστηκαν στο βάθος τους πως είναι

Στα σφυριά ανάμεσα είναι η καρδιά μας, όπως η γλώσσα ανάμεσα στα δόντια, που όμως υμνολογούσα παραμένει.

 

ΔΕΚΑΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Ω, πώς δίχως ίχνη να αφήσει ένας Άγγελος θα ποδοπατούσε το παζάρι της παρηγοριάς τους, που έχει για σύνορο την έτοιμη αγορασμένη τους εκκλησία: καθαρή και κλειστή και απογοητευμένη σαν Ταχυδρομείο την Κυριακή.

- Ήμαστε κάποτε, του λέει, μια μεγάλη φυλή, εμείς οι Θρήνοι. Οι πατέρες εκμεταλλεύονταν τα ορυχεία εκεί, στα μεγάλα βουνά. Στους ανθρώπους βρίσκεις κάποτε ένα λαξεμένο κομμάτι αρχαϊκού πόνου ή από παλιό ηφαίστειο, πετρωμένο θυμό, σκουριασμένο. Ναι, αυτά κατάγονταν από κει. Άλλοτε ήμαστε πλούσιοι

Κι εμείς,που όλο στο νου μας έχουμε μια ανυψωτική ευτυχία, θα νιώθαμε τη συγκίνηση που σχεδόν μας συγκλονίζει, όταν κάτι ευτυχισμένο πέφτει.

Wer, wenn ich schriee, hörte mich denn aus der Engel Ordnungen? und gesetzt selbst, es nähme einer mich plötzlich ans Herz: ich verginge von seinem stärkeren Dasein. Denn das Schöne ist nichts als des Schrecklichen Anfang, den wir noch grade ertragen...

Es bleibt uns vielleicht irgend ein Baum an dem Abhang, dass wir ihn täglich wiedersähen; es bleibt uns die Straße von gestern und das verzogene Treusein einer Gewohnheit, der es bei uns gefiel, und so blieb sie und ging nicht

Weißt du’s noch nicht? Wirf aus den Armen die Leere zu den Räumen hinzu, die wir atmen; vielleicht da die Vögel die erweiterte Luft fühlen mit innigerm Flug.

Ja, die Frühlinge brauchten dich wohl

 Ist es nicht Zeit, dass wir liebend uns vom Geliebten befrein und es bebend bestehn:

 

 DIE ZWEITE ELEGIE

Jeder Engel ist schrecklich. Und dennoch, weh mir, ansing ich euch, fast tödliche Vögel der Seele, wissend um euch

 Denn wir, wo wir fühlen, verflüchtigen; ach wir atmen uns aus und dahin;

 O Aufschaun: neue, warme, entgehende Welle des Herzens –; weh mir: wir sinds doch. Schmeckt denn der Weltraum, in den wir uns lösen, nach uns?

 

DIE DRITTE ELEGIE

Siehe, wir lieben nicht, wie die Blumen, aus einem einzigen Jahr; uns steigt, wo wir lieben, unvordenklicher Saft in die Arme. O Mädchen, dies: daß wir liebten in uns, nicht Eines, ein Künftiges, sondern das zahllos Brauende...dies kam dir, Mädchen, zuvor.

 O leise, leise, tu ein liebes vor ihm, ein verläßliches Tagwerk, - führ ihn nah an den Garten heran, gieb ihm der Nächte Übergewicht …Verhalt ihn…




DIE VIERTE ELEGIE

Wir sind nicht einig. Sind nicht wie die Zugvögel verständigt.

Uns aber, wo wir Eines meinen, ganz, ist schon des andern Aufwand fühlbar. Feindschaft ist uns das Nächste.

Wer saß nicht bang vor seines Herzens Vorhang?

 Und ihr, hab ich nicht recht, die ihr mich liebtet für den kleinen Anfang Liebe zu euch, von dem ich immer abkam, weil mir der Raum in eurem Angesicht, da ich ihn liebte, überging in Weltraum, in dem ihr nicht mehr wart...

 

 

DIE FüNFTE ELEGIE

Oh ihr, die ein Leid, das noch klein war, einst als Spielzeug bekam, in einer seiner langen Genesungen..

 Engel! o nimms, pflücks, das kleinblütige Heilkraut. Schaff eine Vase, verwahrs! Stells unter jene, uns noch nicht offenen Freuden; in lieblicher Urne rühms mit blumiger schwungiger Aufschrift: “Subrisio Saltat.”.

 

 

DIE SECHSTE ELEGIE

Feigenbaum, seit wie lange schon ists mir bedeutend, wie du die Blüte beinah ganz überschlägst und hinein in die zeitig entschlossene Frucht, ungerühmt, drängst dein reines Geheimnis.

 ... Wir aber verweilen, ach, uns rühmt es zu blühn, und ins verspätete Innre unserer endlichen Frucht gehn wir verraten hinein.

 

DIE SIEBENTE ELEGIE

O einst tot sein und sie wissen unendlich, alle die Sterne: denn wie, wie, wie sie vergessen!

 Glaubt nicht, Schicksal sei mehr, als das Dichte der Kindheit;

 Nur, wir vergessen so leicht, was der lachende Nachbar uns nicht bestätigt oder beneidet. Sichtbar wollen wirs heben, wo doch das sichtbarste Glück uns erst zu erkennen sich giebt, wenn wir es innen verwandeln. 


 Nirgends, Geliebte, wird Welt sein, als innen.

 

 DIE ACHTE ELEGIE

Mit allen Augen sieht die Kreatur das Offene. Nur unsre Augen sind wie umgekehrt und ganz um sie gestellt als Fallen, rings um ihren freien Ausgang


Was draußen ist, wir wissens aus des Tiers Antlitz allein; denn schon das frühe Kind wenden wir um und zwingens, daß es rückwärts Gestaltung sehe, nicht das Offne, das im Tiergesicht so tief ist.

  Wir haben nie, nicht einen einzigen Tag, den reinen Raum vor uns, in den die Blumen unendlich aufgehn. Immer ist es Welt und niemals Nirgends ohne Nicht:

 

Dieses heißt Schicksal: gegenüber sein und nichts als das und immer gegenüber.

 Und wir: Zuschauer, immer, überall, dem allen zugewandt und nie hinaus! Uns überfüllts. Wir ordnens. Es zerfällt. Wir ordnens wieder und zerfallen selbst.

 

 DIE NEUNTE ELEGIE

Ein Mal jedes, nur ein Mal. Ein Mal und nicht mehr. Und wir auch ein Mal. Nie wieder. Aber dieses ein Mal gewesen zu sein, wenn auch nur ein Mal: irdisch gewesen zu sein, scheint nicht widerrufbar

...aber zu sagen, verstehs, oh zu sagen so, wie selber die Dinge niemals innig meinten zu sein.

 Zwischen den Hämmern besteht unser Herz, wie die Zunge zwischen den Zähnen, die doch, dennoch, die preisende bleibt.

 

DIE ZEHNTE ELEGIE

 O, wie spurlos zerträte ein Engel ihnen den Trostmarkt, den die Kirche begrenzt, ihre fertig gekaufte: reinlich und zu und enttäuscht wie ein Postamt am Sonntag.

 - Wir waren, sagt sie, ein Großes Geschlecht, einmal, wir Klagen. Die Väter trieben den Bergbau dort in dem großen Gebirg; bei Menschen findest du manchmal ein Stück geschliffenes Ur-Leid oder, aus altem Vulkan, schlackig versteinerten Zorn. Ja, das stammte von dort. Einst waren wir reich.-

Und wir, die an steigendes Glück denken, empfänden die Rührung, die uns beinah bestürzt, wenn ein Glückliches fällt.